Μια από τις πιο ανεπίσημα κακώς εδραιωμένες απόψεις στο κόσμο των ερωτευμένων, είναι η θεωρία πως ο έρωτας πονάει ή πρέπει να πονάει και πως πρέπει το συναίσθημα να διακατέχεται από σοβαρά ups and downs, για να είναι ηδονικό και να έχει νόημα. Η συγκεκριμένη λογική, λίγο απέχει απ’ τα όρια της κακοποίησης ή έστω γι’ αρχή της κακοπέρασης, αφού σε βάθος χρόνου κουράζει και φθείρει- ειδικά όσους τη δέχονται. Σκοπός σε μια σχέση πάντα μετά το αρχικό αμοιβαίο ενδιαφέρον δύο ατόμων, είναι να διασφαλιστεί μια ήσυχη όμορφη κι αξέχαστη εμπειρία κι όχι ένα πεδίο μάχης, στο οποίο οι παρευρισκόμενοι θα ζοριστούν για τον τίτλο του νικητή και θα παλέψουν για το ποιος θα επικρατήσει.

Προφανώς, κάποιος που στη ζωή αποζητάει το ήσυχο λιμάνι του ή κάποιον που θα τον κατανοεί και θα έχουν κοινή γραμμή πλεύσης, δεν ενδιαφέρεται για δράμα ένταση και ζωηρές επανασυνδέσεις μετ’ επίπονων χωρισμών, που δεν οδηγούν πουθενά. Είναι γνωστό μάλιστα, ότι αυτές οι σχέσεις είναι τόσο ζημιογόνους, ώστε στο τέλος ο ένας συνήθως σύντροφος χάνει και την ταυτότητά του. Αυτό επ’ ουδενί δεν είναι αγάπη. Έτσι, συχνά η θεωρία του ότι ο έρωτας πονάει κι αυτό ενίοτε είναι επιθυμητό, είναι αβάσιμη αν όχι επικίνδυνη, γιατί στον βωμό της καλλιεργούνται μη υγιείς συμπεριφορές, οι οποίες δύναται να βλάψουν και να τραυματίσουν για πολύ καιρό.

Παράλληλα, αυτή η λογική προάγει τη χειριστική φύση των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν πια «το ελεύθερο» να κακοποιούν. Ο έρωτας, αυθόρμητος κι αγνός όπως γεννάται, δεν πονάει. Αυτό που σίγουρα πονάει είναι η λαθεμένη καθοδήγηση των συναισθημάτων, είτε οι λαθεμένες συμπεριφορές που τον ακολουθούν. Δεν είναι φυσικά δυνατόν το συναίσθημα της ολοκλήρωσης, της ταύτισης και της αγάπης να επιφέρει πόνο, ούτε ο πόνος αντίστροφα είναι το μαγικό συστατικό για να πετύχει ο μερακλής ερωτευμένος μια δυνατή σχέση.

Τα βασικά στοιχεία μιας καλής και δυνατής σχέσης, είναι η αμοιβαία εκτίμηση, η ειλικρίνεια, η καλή επικοινωνία κι η συμπόρευση των αξιών, ώστε οι σύντροφοι, λίγο εμπρός και λίγο πίσω, να συμβιβάζονται στη χρήση τομή ενός κοινού “εγώ”. Ο έρωτας από τη φύση του, δε γίνεται να πονάει στηριζόμενος σ’ αυτές τις αρχές. Πονάνε όσοι τον παραποιούν, τον μεταφράζουν όπως τους βολεύει, του φοράνε κουτιά, ορισμούς και τον ξεχνάνε. Πονάνε εκείνοι που τραυματίζουν ψυχικά και σωματικά άλλους ανθρώπους, γιατί έχουν λανθασμένη εκτίμηση του συναισθήματος αυτού και γιατί κάποιος τους κατέστρεψε σε μικρή ηλικία, την ιδέα για τον κόσμο και τη θέση τους σε αυτόν. Σίγουρα το “οποίος αγαπά, μαλώνει” δεν είναι μια αρχή έρωτα. Το να παίρνεις τον σύντροφό σου για δεδομένο και να σταματάς να καλλιεργείς το πρωτόγνωρο εκείνο αρχικό συναίσθημα που σας έδεσε σαν μαγνήτης είναι που πληγώνει, ενώ έρωτας επ’ ουδενί.

Ο έρωτας, ποτέ δε μας υπέβαλλε την ανάγκη του να εφησυχάσει σε μιαν άκρη και να τοποθετήσει τους ανθρώπους σε κουτιά με κλειδαριές, να ξεκλειδώνονται όταν κάποιος τους θυμάται. Η αγάπη τα παίρνει όλα την ώρα που πρέπει. Μυαλό, σοβαρότητα, ωριμότητα. Τον πρώτο καιρό ειδικά, γίνεσαι ένα ερωτευμένο παιδί που εκτίθεται, ανοίγεται, τσαλακώνεται κι ένα παιδί ποτέ δεν ξεχνάει αυτό που αγαπάει. Ο έρωτας ποτέ δε θα σε απομακρύνει από τον σύντροφό σου, ούτε θα σου υπαγορεύσει τη λογική να μη μιλάς και να μην του ανοίγεσαι όπως στις αρχές. Επομένως, εμείς πονάμε τον έρωτα, όταν τον αφήνουμε σε μια άκρη κι όχι το αντίθετο. Στο άλλο άκρο, η ζήλια, η κτητικότητα κι η αφύσικη ανασφάλεια, σκοτώνουν εξίσου τον έρωτα και δεν αποτελούν φυσιολογικά, κυρίαρχο γνώρισμα αυτού. Το να ερωτεύεσαι, ποτέ δεν εξισώθηκε με το να ελέγχεις, να πιέζεις και να θέτεις σε μόνιμη απολογία τον άνθρωπό σου. Ειδικά, όταν ο πρότερός του βίος κι η προσωπικότητά του, όσο τον ξέρεις, επιβεβαιώνουν ότι δε χρειάζεται να γίνεται αυτό.

Εν προκειμένω, λοιπόν, αυτός που εκτελεί σε λίγα μέτρα τα όμορφα συναισθήματα, είναι γιατί τα άσχημα συναισθήματα και τα παιχνίδια του μυαλού των ανθρώπων, παίρνουν ανεξέλεγκτα τα ηνία της σκέψης του. Παράλληλα, η ψυχική και σωματική βία, δεν υπήρξαν ποτέ μια φυσιολογική ροπή του έρωτα κα ούτε πρέπει να εκλογικεύονται ως κάτι σύνηθες κι αναμενόμενο. Αυτό που πονάει στις κακοποιητικές σχέσεις, είναι αφενός ο σπασμένος άνθρωπος ή το μικρό παιδί που δεν επουλώθηκε κι είχε ανάγκη να χειριστεί, να εξαπατήσει και να κακοποιήσει τους συντρόφους του, όπως ανάλογα και το παιδί που άργησε να μάθει να λέει όχι και να δεν ήξερε πώς να σπάσει το κύκλο της βίας, αφού δεν καλλιέργησε υγιή όρια. Είναι πολύ σημαντικό σε αυτές τις σχέσεις, κάποιος να καταλαβαίνει πότε πραγματικά πρέπει να φύγει, καθώς η αγάπη δεν πονάει, αλλά σε βάθος χρόνου κάτι που βαφτίζεται σαν αγάπη, μπορεί πράγματι να κάνει μεγάλη ζημιά, απ’ τη οποία κανείς αργεί πολύ να ορθοποδήσει.

Ως εκ τούτου, βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα το ίδιο το συναίσθημα, όταν δίνεται αγνό χωρίς δόλο, μόνο καλό μπορεί να κάνει, ενώ o άνθρωπος που το κατευθύνει, είναι αυτός ο υπαίτιος που μπορεί να προκαλέσει το πόνο, μην ξέροντας τι να κάνει όσο κρατάει στα χέρια του το πιο σημαντικό στοιχείο του κόσμου. Την αγάπη.

Συντάκτης: Ελένη Χριστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου