Ας ξεκινήσουμε αυτό το άρθρο επισημαίνοντας μια γενική αλήθεια που συχνά πυκνά ξεχνάμε. Το γούστο και το ένστικτο είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα με μοναδικά κοινά την υποκειμενικότητά τους και το πόσο προσωπικά είναι. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πως πολλές από τις φορές που νιώθουμε να μη συμπαθούμε κάποιον και με περισσή ευκολία δηλώνουμε πως «κάτι πάει λάθος με την πάρτη του» αν είμαστε λίγο ειλικρινείς θα διαπιστώσουμε πως μια χαρά πάνε όλα κι ότι ο λόγος που μας έκατσε στραβά είναι καθαρά προσωπικός. Αντίστοιχα, το ότι το ένστικτό μας βαράει κόκκινους συναγερμούς και μας βάζει σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης όποτε βρισκόμαστε κοντά σε συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν έχει καμία σχέση με το αν το συμπαθούμε ή όχι. Και τέλος, το ποιο σημαντικό από τα όσα μας λέει η παραπάνω αλήθεια, είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η πιθανότητα το μέσα μας να κάνει λάθος.

Ας πάρουμε για λίγο την πρώτη περίπτωση. Τα θέματα γούστου. Έστω ότι εσένα δε σου αρέσει το ροκφόρ. Τυρί με τρελούς φαν κατά γενική ομολογία, αλλά και με ουκ ολίγους να το απεχθάνονται. Έστω τώρα ότι βρίσκεσαι σε ένα γκουρμέ εστιατόριο και βλέπεις συνταγή με μοσχαράκι (που σου αρέσει), λαχανικά σβησμένα με λευκό κρασί (που λατρεύεις) περιχυμένα με μια σάλτσα ροκφόρ. Υπάρχει περίπτωση να το επιλέξεις; Κι ας πούμε ότι κάνεις την υπέρβαση, το παραγγέλνεις και από την πρώτη μπουκιά σε χαλάει. Σημαίνει αυτό ότι το πιάτο είναι κακό; Είναι μήπως το γούστο σου δείγμα του κατά πόσο θα αρέσει στον διπλανό σου, που μπορεί να έχει το ροκφόρ στο τοπ δέκα της λίστα του με τα τυριά;

Κι αστέρι Michelin να είχε κερδίσει το εστιατόριο με το συγκεκριμένο πιάτο, εσύ πάλι όχι θα ψήφιζες και να σου πω κάτι; Πολύ καλά θα έκανες. Κανείς δεν μπορεί να έρθει να σου πει πως κάτι «πρέπει» να σου αρέσει απλώς και μόνο επειδή «είναι καλό», αλλά αντίστοιχα κι εσύ δεν μπορείς να βαφτίζεις κάτι «κακό» επειδή δεν ανταποκρίνεται στους δικούς σου γευστικούς κάλυκες, ή γενικότερα στα δικά σου προσωπικά γούστα. Ένας άνθρωπος του οποίου η αίσθηση του χιούμορ είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη δική σου, είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο δύσκολα θα δέσεις. Ένα πρόσωπο που λειτουργεί αυθόρμητα σε περιστάσεις που εσύ επιζητάς σύνεση είναι ένα πρόσωπο το οποίο δύσκολα θα σου κάνει καλή εντύπωση. Όλα αυτά όμως είναι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που ακόμη κι αν δυσκολεύεσαι να προσδιορίσεις, παίζουν καταλυτικό ρόλο στην αίσθηση που θα σου αφήσει κάποιος. Και αυτή η αίσθηση σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με το ένστικτο.

Ας μιλήσουμε τώρα και λίγο για ένστικτα. Ή βασικά, ας μιλήσουμε λίγο για πρωθύστερες εμπειρίες κι ας αποδομήσουμε έτσι τον μύθο που λέει πως το ένστικτο έχει πάντα δίκιο. Ο εγκέφαλός μας έχει την τάση να διαγράφει πληροφορίες που θεωρεί άχρηστες. Όπως όμως κι ένας υπολογιστής, έτσι κι αυτός, όταν πατάει το delete ουσιαστικά στέλνει τις πληροφορίες αυτές σε έναν «κάδο ανακύκλωσης». Τις κρατάει δηλαδή κάπου κρυμμένες σε περίπτωση που τις χρειαστούμε ξανά και μια στο τόσο, κάθε που θα του χτυπήσει κάτι κι από ένα καμπανάκι, θα τις ανασύρει. Ας το δούμε λίγο πιο πρακτικά τώρα μέσα από ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε και πώς αυτό συνδέεται με τη λανθασμένη εικόνα που μπορεί να μας προσφέρει το ένστικτό μας.

Είσαι σε μια σχέση για κάποιον καιρό, στην οποία υπάρχουν έντονα συναισθήματα. Ερωτεύεσαι τα πάντα στον άνθρωπο απέναντί σου, από τον τρόπο με τον οποίο θα χειριστεί μια κατάσταση μέχρι και το λακκάκι που θα εμφανιστεί στο δεξί του μάγουλο κάθε φορά που γελάει. Η σχέση όμως τελειώνει άδοξα και με εσένα να νιώθεις προδοσία κι απέχθεια. Jump forward αρκετό καιρό μετά. Ένα φιλαράκι σου, σου γνωρίζει τη νέα του σχέση. Το άτομο σου μοιάζει μια χαρά, δε βρίσκεις τίποτα μεμπτό, «κάτι όμως μέσα σου, σου λέει πως κάτι πάει λάθος». Ψάχνεις, ψάχνεις, ψάχνεις και δεν εντοπίζεις τίποτα. Χαρακτήρας και συμπεριφορά μοιάζουν άψογα. Βαφτίζεις λοιπόν αυτό που νιώθεις «ένστικτο». Κι ούτε που περάνει ποτέ από το μυαλό σου πως αυτό που σου κάθεται τόσο στραβά είναι ένα λακκάκι που εμφανίζεται πού και πού στο δεξί μάγουλο του ατόμου απέναντί σου. Κι ακόμη κι αν περνάει, δεν πρόκειται ποτέ να το παραδεχτείς. Γιατί πολύ απλά το «ένστικτο» ακούγεται καλύτερο.

Είναι είτε η πρώτη είτε η δεύτερη κατάσταση στην οποία μπαίνει ο εγκέφαλός μας, φυσιολογικές; Εκατό τοις εκατό. Είναι έστω κι ελάχιστα αντικειμενικές; Ούτε κατά διάνοια. Μοιάζουν οι δύο περιπτώσεις στο πώς νιώθουμε; Φυσικά. Έχουν τελικά οποιαδήποτε ουσιαστική ομοιότητα; Την απάντηση την αφήνω σε εσάς. Κλείνοντας όμως, ας κάνουμε έναν μικρό απολογισμό των φορών που βαφτίσαμε το γούστο ένστικτο ή το αντίθετο κι ας αναλογιστούμε μήπως και πρέπει να αναθεωρήσουμε λίγο τα πορίσματά μας.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη