Ποιος ανάμεσά μας δεν είναι ερωτευμένος με την ίδια την έννοια του έρωτα; Κάποιοι –οι λίγο πιο τυχεροί– μπορεί να τον έχουν ήδη βρει, κάποιοι άλλοι ίσως τον προσμένουν και υπάρχουν και μερικοί που ούτε τον προσμένουν αλλά ούτε και τον έχουν βρει. Όποια όμως κατηγορία από τις τρεις και να ρωτήσεις όλοι έχουν στο μυαλό τους τη μορφή που έχει γι’ αυτούς ο ιδανικά ερωτεύσιμος άνθρωπος. Πολλοί είναι αυτοί που θα μιλήσουν για σεβασμό και κολακεία. Θα πουν για έναν άνθρωπο που τους έχει ψηλά και όσοι δεν το πουν θα το σκεφτούν υποσυνείδητα μιας και για κανέναν ο έρωτας δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που κοιτάς κάποιον αλλά κυρίως έχει να κάνει με τον τρόπο που σε κοιτάει εκείνος. Πόσο ειρωνικό, λοιπόν, που είναι τόσο πολλοί εκείνοι που υποτιμούν τελικά στον έρωτα όσους τους κολακεύουν πολύ. Αλήθεια, έκατσες ποτέ σου να σκεφτείς γιατί συμβαίνει άραγε αυτό;

«Τον έχουμε για δεδομένο». Πόσο εύκολη και πολυφορεμένη απάντηση. Σχεδόν αστείο καταλήγει το πόσο εύκολο είναι να πεις στον εαυτό σου ότι αυτό που φταίει είναι ότι «Ένα τέτοιο άτομο δε φοβάσαι μην το χάσεις άρα δε σε εξιτάρει και το να το διεκδικήσεις», από το να παραδεχτείς ότι οι λόγοι τελικά δεν έχουν να κάνουν με τον άλλον, αλλά με εσένα και μόνο. Είναι φόβος; Είναι ανασφάλεια; Ή μήπως είναι εκείνα τα τόσο καλά κρυμμένα δαιμονάκια της καχυποψίας που έχουν φωλιάσει στο πίσω μέρος του μυαλού μας και μας ψιθυρίζουν ότι αποκλείεται να τα εννοεί κάποιος όλα αυτά πραγματικά, αναγκάζοντάς μας έτσι να κρατάμε πισινές;

Και μάλιστα να τις κρατάμε απέναντι σε ποιους; Σε αυτούς τους ελάχιστους που βρίσκουν ακόμη τα κότσια να πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα της εποχής που μας θέλει «σκληρούς και δύσκολους», που μας αποτρέπει από το να ανοιγόμαστε και μας προστάζει να μη δείχνουμε όσα νιώθουμε και πιστεύουμε. Και εμείς, αυτούς τους μικρούς επαναστάτες της εποχής μας αντί να τους εξυψώσουμε, τους φοβόμαστε.

Και υπάρχει ένα ακόμη είδος φόβου, λίγο διαφορετικό, λίγο πιο σκοτεινό, που προέρχεται από πιο βαθιά και έχει να κάνει κυρίως με τους δικούς μας δαίμονες. Μας τρομάζει ο τόσος θαυμασμός, η τόση κολακεία, η τόση εξύψωση του εαυτού μας, γιατί δε θεωρούμε ότι είμαστε αντάξιοί του. Μας τρομάζει να αγαπηθούμε με πάθος μεγαλύτερο από αυτό που δείχνουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, από αυτό που ίσως πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Μας φοβίζει να πληγώσουμε δείχνοντας τον πραγματικό μας χαρακτήρα, με όλες τις ατέλειες που μπορεί αυτός να κρύβει, σε κάποιον που μας είχε υψηλότερα και που δε βλέπει όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που μας βγάζουν από την κατηγορία του τέλειου. Αλλά κυρίως μας φοβίζει να μην πληγωθούμε εμείς οι ίδιοι, ή για την ακρίβεια, ο εγωισμός μας, βλέποντας τον εαυτό μας να πέφτει στα μάτια κάποιου, που αν δεν του δώσουμε την ευκαιρία να μας γνωρίσει, μπορεί να μας κρατήσει ψηλά.

Επιλέγουμε, λοιπόν, να αφήσουμε μερικούς ανθρώπους να μας κοιτούν εξιδανικευμένα και εμείς μένουμε πίσω να απολαμβάνουμε από μακριά το θαυμασμό στα μάτια τους, γνωρίζοντας όμως ότι από δική μας επιλογή αυτός ο θαυμασμός βασίζεται απλώς σε μία εικόνα. Και αν βρεθεί κάποιος να ρωτήσει γιατί δε δίνουμε μια ευκαιρία, πετάμε το χαρτί του δεδομένου. Παραλείποντας όμως την πιο ενδόμυχη σκέψη μας, ότι στα δικά μας μάτια το μόνο δεδομένο είναι το ενδεχόμενο να χαθεί αυτός ο τόσο υπέροχος θαυμασμός, αν δοθεί η εν λόγω ευκαιρία.

Και έπειτα υπάρχουν και οι φορές που όλα όσα είπαμε κάνουν πάσο για ένα διαφορετικό συναίσθημα ή μάλλον μία ανάγκη, η οποία μπορεί μεν να είναι λίγο πιο φωτεινή από το σκοτεινό συναίσθημα του φόβου αλλά οδηγεί και πάλι στο ίδιο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από την υποτίμηση εκείνου που μας κολακεύει πολύ. Μια ενδόμυχη ανάγκη που έχουμε για έναν κάποιον βαθμό δυσκολίας. Γιατί κατά βάθος θέλουμε να προσπαθήσουμε λίγο για να χτίσουμε την εικόνα μας. Να προσπαθήσουμε να δείξουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Μας εξιτάρει περισσότερο η ιδέα να πάρουμε ένα σφυρί, να γκρεμίσουμε μια αρνητική άποψη και πάνω από τα σπασμένα να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις, να μαζέψουμε ό,τι λιθαράκι μπορεί να έχουμε στην κατοχή μας και να χτίσουμε μια θετική, παρά η ιδέα του να πάρουμε ένα ξεσκονόπανο για να γυαλίσουμε το ήδη καλογυαλισμένο πυργάκι της εικόνας μας. Και πόσες φορές άραγε δεν κρύφτηκε η γέννηση ενός έρωτα ασυμβίβαστου μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία της προσπάθειας;

Ίσως, λοιπόν, πρόκειται για φόβο, ίσως για ανασφάλεια, για καχυποψία ή ίσως τελικά πρόκειται για την ανάγκη της προσπάθειας και της δημιουργίας μίας εικόνας όπως τη θέλουμε εμείς . Μπορεί η εικόνα που χτίζουμε να μην είναι η τέλεια, είναι όμως αυτή που θέλουμε πραγματικά. Είναι η ίδια εικόνα που αντικρίζουμε κάθε φορά που κοιτάμε έναν καθρέφτη ή έστω είναι αυτή που θα θέλαμε να αντικρίσουμε. Και σίγουρα είναι αυτή που επιλέγουμε να παρουσιάσουμε και όχι αυτή που κάποιος άλλος μας επέβαλε. Για αυτό τελικά την προτιμάμε. Γιατί μέσα από όλες τις ατέλειες που κρύβει, καταλήγει να είναι και πιο ασυμβίβαστα αληθινή.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.