Ένας λαγός φορούσε πάντα το ψηλό του καπέλο κι έχωνε τα τεράστια αφτιά του κάτω απ’ αυτό. Έτσι, ο καθένας που τον συναντούσε παρατηρούσε μόνο τα μεγάλα του δόντια, που δεν ήταν δυνατόν να κρυφτούν.

Με το που άνοιγε το στόμα του, λοιπόν, αναπόφευκτα όλοι μπορούσαν να τα δουν και να κρίνουν ευθύς αν τους αρέσει μ’ αυτά τα δόντια ή όχι. «Σκασίλα μου κι αν τρομάξουν κι αν ξάφνου αρχίσουν να τρέχουν μακριά μου», έλεγε και γελούσε.

Το καπέλο, όμως, έκρυβε μέσα το άλλο τρωτό του σημείο, τα μεγάλα του αφτιά, που γι’ αυτά ντρεπόταν φριχτά και που δε θα αποκαλύπτονταν αν δεν το έβγαζε. Και, άπαξ και τον έβλεπαν μ’ αυτό και τους άρεσε, ούτε με σφαίρες δεν μπορούσε ύστερα να το αποσύρει απ’ το κεφάλι.

Τότε, μάλιστα, σκεφτόταν με απόγνωση: «Μα αν το βγάλω θα δουν πως τελικά δεν είμαι το χαριτωμένο πλάσμα που γνώρισαν. Άσε που έχουν να μετρούν ήδη δυο μεγάλα δόντια για ελαττώματα, αν βγάλω και το καπέλο, δύο ακόμη θα τους φανερώσω και ποιος θέλει ένα τόσο ελαττωματικό πλάσμα σαν και του λόγου μου;».

Κι έτσι, λοιπόν, ο λαγός έτρεμε μην τυχόν και έβγαινε το καπέλο απ’ το κεφάλι κι αποκάλυπτε το χαρακτηριστικό του που ήταν κρυμμένο εκεί μέσα. Σαν αυτόν το λαγό, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς, και δε σκοτιζόμαστε και τόσο για ένα ελάττωμά μας που δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί, μα αντιθέτως τρέμουμε για εκείνα που περίτεχνα καταφέρνουμε να μη φανερώνουμε.

Καταρχάς, ο λαγός φοβόταν πως η ήδη ελλιπής εικόνα που νόμιζε πως διέθετε, θα δεχόταν ακόμα ένα πλήγμα αν φανέρωνε και το άλλο άσχημο -κατά εκείνον- χαρακτηριστικό του. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, αφού καταφέρουμε να αποδεχθούμε τα χαρακτηριστικά μας που πιστεύουμε πως δεν είναι κολακευτικά, μα που είναι αδύνατον να τα κρύψουμε, θεωρούμε πως είναι ήδη αρκετά να τα αντέξει ο σύντροφός μας και πως δεν έχουμε το περιθώριο να του φανερώσουμε και τις ατέλειές μας που δε φαίνονται, μιας και νομίζουμε πως αν προστεθούν κι αυτές, τα κακά μας θα είναι πιο πολλά απ’ τα καλά.

Επιπλέον, είναι πιο οδυνηρές οι ατέλειές μας που μπορούμε να κρύψουμε, μιας και θα υπάρχει πάντα ο φόβος πως με την αποκάλυψή τους, ίσως να πάψουμε ολότελα να αρέσουμε στο σύντροφό μας. Δε θα μπορούμε να χαρούμε ακόμη και τις πιο κολακευτικές εκδηλώσεις θαυμασμού προς εμάς, αφού σε κάθε μία απ’ αυτές θα συλλογιζόμαστε μελαγχολικά: «Τώρα μ’ αποθεώνεις, μα αν ήξερες τι ασχήμια κρύβεται σ’ αυτά που δεν μπορείς να δεις, δε θα ξεστόμιζες τα όμορφά σου λόγια».

Τέλος, όταν υπάρχει κάτι πάνω μας που δε μας αρέσει και το κρατάμε κρυφό, το παίρνουμε απόφαση πως η χαρά μας με το σύντροφό μας θα είναι μικρής διάρκειας, μα και πάλι δεν μπορούμε να την αισθανθούμε, αφού κάθε λεπτό μας ενοχλεί η νοερή υπενθύμιση: «Να χαρείς τώρα όσο μπορείς, καθώς όταν αποκαλυφθεί το άσχημο χαρακτηριστικό σου, ο σύντροφός σου θ’ αφανιστεί από προσώπου γης».

Κι έτσι, λοιπόν, ο λαγός, για να ησυχάσει ολότελα, πήγε κι έραψε το καπέλο στο κεφάλι. Και πού να ‘ξερε, πως όσο δεν το ξερίζωνε από πάνω του, η χαρά όχι μόνο δε θα του χτυπούσε την πόρτα, μα μήτε και που θα περνούσε έξω απ’ αυτήν.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.