Είσαι έτοιμος να ακούσεις για έναν έρωτα που ακροβάτησε στα όρια της τρέλας, μόνο και μόνο τελικά, για να τα περάσει; Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου. Ή μάλλον Μπόνι και Κλάιντ. Έτσι σκέτο. Δε χωράνε επίθετα όταν μιλάμε για τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Το ίδιο το αυτί μας δε δέχεται καμία άλλη λέξη να συμπληρώσει αυτά τα δύο ονόματα, εκτός απ’ το όνομα του παρτενέρ τους. Παρτενέρ στη ζωή παρτενέρ και στο έγκλημα, γιατί καθώς φαίνεται για την Μπόνι και τον Κλάιντ αυτά τα δυο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα.

Γνωρίστηκαν στο σπίτι ενός κοινού γνωστού όταν ήταν μόλις δεκαεννιά και είκοσι χρονών αντίστοιχα, και με την πρώτη ματιά ο θεός έρωτας έβγαλε τα βέλη του και ξεκίνησε να βαράει στο ψαχνό. Οι υπόλοιποι θεοί όμως, αυτοί που ορίζουν πού και πού την τύχη μας, δεν ήταν με το μέρος τους και μέσα σε μερικές μόλις εβδομάδες ο Κλάιντ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση για παλιότερα εγκλήματά του. Η Μπόνι τρελαίνεται στην ιδέα και μόνο ότι τα κάγκελα της φυλακής θα τους κρατήσουν χώρια τόσο καιρό, του μπάζει στη φυλακή ένα όπλο, που εκείνος χρησιμοποιεί για ν’ αποδράσει, κι ένα ανελέητο κυνηγητό ξεκινάει.

Για κάποιο καιρό οι δυο τους λήστευαν για να ζήσουν και η αστυνομία έκανε τα πάντα για να τους πιάσει. Στην ουσία έπαιζαν μία πολύ ρεαλιστική παρτίδα του παιχνιδιού «Κλέφτες κι αστυνόμοι», έτσι το έβλεπαν τουλάχιστον οι ίδιοι, σαν ένα παιχνίδι. Πολύ σοβαρή η κατάσταση και λίγο παιδιάστικη η οπτική γωνία, αλλά την έχει αυτήν την ιδιότητα ο έρωτας. Βγάζει το παιδί από μέσα μας και καμία σημασία δεν έχει η κατάσταση που επικρατεί γύρω μας, όσο σοβαρή κι αν είναι αυτή.

Έτσι ήταν η Μπόνι και ο Κλάιντ, σαν δυο σκανταλιάρικα παιδιά που ανακαλύπτουν τον έρωτα και στην πορεία αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι για μεγάλους. Όταν καταφέρνουν να ξεκλέψουν λίγο χρόνο απ’ την εγκληματική τους δραστηριότητα κάνουν όλα αυτά τα χαζά πράγματα που κάνει ένα νέο ερωτευμένο ζευγαράκι. Τρανταχτό παράδειγμα; Λατρεύουν να ποζάρουν για φωτογραφίες. Χαζές, παιχνιδιάρικες φωτογραφίες, απλώς για να περάσουν καλά.

Οι ληστείες συνεχίζονται και σιγά-σιγά οι δύο ήρωές μας εθίζονται στην αδρεναλίνη που αυτές προσφέρουν. Η αδρεναλίνη γίνεται το ναρκωτικό της σχέσης τους και η ληστεία ο ντίλερ που τόσο απλόχερα τους την παρέχει. Άλλωστε γι’ αυτούς τους δύο αυτό ακριβώς σήμαινε ληστεία, αδρεναλίνη και αδρεναλίνη σήμαινε ένταση και πάθος. Κι όπως ξέρουμε πολύ καλά, δεν υπάρχει μεγαλύτερο συνώνυμο αυτών των δύο λέξεων απ’ τη λέξη έρωτας.

Κάπου εκεί όμως τα πράγματα παίρνουν μια άσχημη τροπή που κανένας τους δεν περίμενε. Κατά τη διάρκεια μιας ληστείας που κάνει ο Κλάιντ ένας άνθρωπος σκοτώνεται και η Μπόνι έρχεται αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής της. Τον αφήνει και έχει μία δεύτερη ευκαιρία σε μια φυσιολογική ζωή ή τον ακολουθεί γνωρίζοντας όμως ότι καταδικάζει και τον εαυτό της μαζί του ως ένοχη για φόνο; Για την Μπόνι όμως το δίλημμα ήταν ανύπαρκτο. Δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να συμβιβαστεί με την απλότητα μιας φυσιολογικής ζωής, ενώ είχε γνωρίσει τη δύναμη της έντασης που συνόδευε τη ζωή της δίπλα στον αγαπημένο της Κλάιντ.

Οι δυο τους ξεκινάνε να ζούνε ως φυγάδες και σιγά-σιγά μαζεύουν και την υπόλοιπη «συμμορία των Μπάροου» που αποτελείτο από τον αδερφό του Κλάιντ και τη γυναίκα του, καθώς κι ένα ακόμη άτομο. Στα χρόνια που δρούσαν όλοι μαζί λήστεψαν πολλά. Άλλες φορές τράπεζες, άλλες αυτοκίνητα, άλλες χρήματα και εισπράξεις από ψιλικατζίδικα και βενζινάδικα. Για την Μπόνι και τον Κλάιντ όμως το πιο πολύτιμο κλοπιμαίο τους δεν ήταν τίποτε απ’ όλα αυτά. Γι’ αυτούς η πιο γερή μπάζα που κάνανε ποτέ τους ήταν ότι έκλεψαν ο ένας την καρδιά του άλλου.

Και οι δύο απ’ όταν ήταν μικροί ονειρεύονταν διασημότητα και φήμη. Ο Κλάιντ ήθελε να γίνει μεγάλος μουσικός, ενώ η Μπόνι έγραφε ποιήματα και ήταν ταλαντούχα στην υποκριτική. Ονειρευόταν να δει μια μέρα το πρόσωπό της στην οθόνη και το όνομά της γραμμένο με φωτεινά γράμματα.

Πόσο περίεργο παιχνίδι τους έπαιξε όμως η μοίρα τελικά! Ναι, είδαν τα ονόματα και τα πρόσωπά τους να φιγουράρουν σε περιοδικά και οθόνες, όχι όμως για τους λόγους που στην αρχή είχαν κατά νου.

Ένα απ’ τα πιο γνωστά ποιήματα της Μπόνι είναι αυτό στο οποίο αφηγείται ολόκληρη την ιστορία τους. Στο ποίημα όμως αυτό η Μπόνι έκανε μια πρόβλεψη καταλήγοντας με τους εξής στίχους:

“Some day they’ ll go down together

And they’ ll bury them side by side,

To a few it’ ll be grief

— To the law a relief—

But it’s death for Bonnie and Clyde”.

(Κάποια μέρα θα πέσουν μαζί και θα ταφούν πλάι-πλάι. Για κάποιους θα είναι πένθος, για το νόμο ανακούφιση. Αλλά θα είναι ο θάνατος της Μπόνι και του Κλάιντ).

Κι αυτή η προφητεία έμελλε να πραγματοποιηθεί. Μάιος 1934. Μόλις 4 χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, η αστυνομία στήνει μια φονική ενέδρα και τους περιμένει να εμφανιστούν. Όταν τελικά εμφανίστηκαν, πριν καν προλάβουν να βγουν απ’ το αμάξι τους, οι σφαίρες ξεκίνησαν να πέφτουν βροχή, κυριολεκτικά γαζώνοντας τα δυο σώματα.

Κάπως έτσι γράφτηκε το τέλος τους. Παρτενέρ στη ζωή, παρτενέρ στο έγκλημα, παρτενέρ και στο θάνατο. Ένας όμως θάνατος που ακριβώς όπως και η ζωή τους ξεχείλισε από δράση, αδρεναλίνη, πάθος και αφοσίωση.

Δυο εγκληματίες, που μας έμαθαν τόσα πολλά για τον έρωτα με βασικότερο να μην τον συγχέουμε πάντα με πεταλούδες που φτερουγίζουν, με το μπαμ απ’ τα πυροτεχνήματα και τη μυρωδιά απ’ τ’ ανθισμένα λουλούδια. Στη δική τους περίπτωση το μπαμ έρχονταν από όπλα κι η μυρωδιά από καμμένα λάστιχα όταν έμπαιναν σε στροφές με μεγάλη ταχύτητα για να ξεφύγουν.

Ήταν όμως και πάλι έρωτας. Ένας έρωτας που οι περισσότεροι έχουμε ονειρευτεί, αλλά σχεδόν κανείς δε θα τόλμαγε τελικά να ζήσει. Αυτοί οι δύο τόλμησαν και γι’ αυτό θα τους θυμόμαστε για πάντα.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου