Ο όμορφος αυτός κόσμος στον οποίο ζούμε, τον απαρτίζουμε και τον μοιραζόμαστε, δεν είναι ένα αγγελικά πλασμένο μέρος. Αυτό, βέβαια, δεν τον κάνει λιγότερο όμορφο μιας και οι αντιθέσεις είναι που κρύβουν τη γοητεία και την πρόκληση σε οτιδήποτε.

Παρ’ όλα αυτά, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει κανείς ακραίες καταστάσεις, οι οποίες είναι σαφώς μέσα στο παιχνίδι της ζωής, επιβάλλεται να αναπτύξει κάποιες άμυνες ώστε να μην καταρρεύσει. Ουκ ολίγα άσχημα πράγματα συμβαίνουν γύρω μας καθημερινά, πολλά από τα οποία μας κάνουν να νιώθουμε ανήμποροι και έρμαια των διαφόρων καταστάσεων.

Ανεξάρτητα από το πόσο αληθής είναι αυτή μας η εντύπωση απέναντι στα στραβά αυτού του κόσμου, ο οργανισμός μας καλείται να βρει εκείνους τους μηχανισμούς που θα τον βοηθήσουν να ανταπεξέλθει απέναντι σε όσα θεωρεί πως είναι πάνω από τις δυνάμεις του.

Πόλεμοι, αδικίες, εκμετάλλευση, αρρώστιες, συμφέροντα, ανέχεια, αλόγιστη βία, τυφλός φανατισμός, ανισότητες, είναι μερικές από τις ασχήμιες που κουβαλάει η πλάτη της ανθρωπότητας, θαρρείς και πρόκειται για μια βαριά καταραμένη κληρονομιά που σέρνουμε πίσω μας μέσα στους αιώνες. Συμβαίνουν γύρω μας καθημερινά και θα ήταν ομολογουμένως αδύνατο ν’ αντέξουμε την ίδια τη ζωή, αν κάθε ώρα και λεπτό θρηνούσαμε στα άκρα για κάθε ένα θύμα τους ξεχωριστά.

Αν βέβαια, είναι τόσο αναπόφευκτα όσο δείχνουν όλα αυτά, αν τα προκαλούμε μόνοι μας στους εαυτούς μας, είναι κάτι που πρέπει κάποτε να τολμήσουμε να αναλογιστούμε. Να σταθούμε προ των ευθυνών μας, ο καθένας μπροστά στον προσωπικό του «καθρέφτη» και να ξεμπροστιάσουμε ό,τι πιο σκοτεινό κρύβει η ανθρώπινη ψυχή με βάση τα κατάλοιπα και τα απωθημένα της. Όσα κακά είναι όντως στη φύση μας ίσως αποδειχτούν πολύ λιγότερα απ’ όσα μας βολεύει να πιστεύουμε τελικά.

Εντούτοις για ό,τι όντως δεν μπορούμε να βοηθήσουμε και να επέμβουμε, όσο κι να στεναχωριόμαστε γι’ αυτό, έρχεται η ροή της ζωής που συνεχίζεται, να ενισχύσει τις άμυνές μας ώστε τουλάχιστον οι πιο ευαίσθητοι από εμάς να μην παραιτηθούν. Μέχρις αυτού του σημείου μιλάμε για κάτι απόλυτα φυσιολογικό, επιτρεπτό, ίσως ακόμη κι επιθυμητό. Άλλο είναι όμως το να μην αφήνει κανείς να τον πάρουν από κάτω τα άσχημα, άλλο το να τους γυρνάει επιδεικτικά την πλάτη σαν να μην υπάρχουν.

Η παγίδα, με λίγα λόγια, έγκειται στο σημείο εκείνο που οι φυσικές μας άμυνες απέναντι στα πολύ δυσάρεστα γεγονότα, γίνονται μάσκα για την απάθεια και την επανάπαυσή μας. «Έλα μωρέ και τι μπορώ να κάνω εγώ;», είναι μια από τις φράσεις-δικαιολογίες που θα ακούσεις να εκτοξεύονται συχνά από το στόμα των παραιτημένων. Εκείνων που το παίζουν ρεαλιστές ενώ στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από παρτάκηδες καμουφλαρισμένοι. Τα ‘χει αυτά η ζωή, θα πούνε, μοιάζοντας τόσο εξοικειωμένοι με την κάθε αδικία που καταλήγουν να θυμίζουν τη γνωστή φράση του Μάνου Χατζιδάκι: «Όταν συνηθίζεις το τέρας αρχίζεις να του μοιάζεις».

Όχι αγαπητοί μου βολεμένοι ρεαλιστές της κακιάς ώρας. Δεν είναι ούτε όλα τα δεινά αναπόφευκτα, ούτε αφορούν πάντα μόνο όλους τους άλλους εκτός από την αφεντομουτσουνάρα μας. Καμιά φορά ο αγνός προβληματισμός απέναντι σε μια κατάσταση αποτελεί μια καλή αρχή προσφοράς στο σύνολο, μιας και όποιος προβληματίζεται αληθινά δεν αργεί να βρει τρόπους να βοηθήσει και στην πράξη.

Δεν αποτελεί άμυνα το να γυρίζει κανείς την πλάτη του συνέχεια στα προβλήματα αν δεν τον αφορούν άμεσα. Δεν έχει να κάνει με φυσιολογικό μηχανισμό αντοχής το να αρνείται κάποιος κάθε βοήθεια που θα μπορούσε να προσφέρει.

Ακόμη και στις πιο απλές καθημερινές πράξεις αλληλεγγύης, κρύβεται ένα μεγαλείο ψυχής που επισημαίνει τη διάθεση συνεισφοράς κάποιου στο σύνολο, έστω κι αν δε μιλάμε για κάτι ακραία σωτήριο.

Και δεν αναφέρομαι σ’ εκείνου του είδους τη φιλανθρωπία που γίνεται για λόγους διαφήμισης της τελειότητας ορισμένων. Ας μην ξεχνάμε ότι και η ίδια η φιλανθρωπία συχνά, δεν είναι παρά ένα ανθρώπινο ύπουλο κατασκεύασμα ώστε να καλυφθεί και να ξορκιστεί η διαφθορά και η αισχρή ανισότητα που έχουμε αφήσει να μας κυβερνά.

Διότι είναι όντως αισχρό, αν το καλοσκεφτείς, το να έχει ένας άνθρωπος ανάγκη ζωτικής σημασίας την καλή θέληση των υπολοίπων, ώστε να ελπίζει σε ένα ξεροκόμματο από τα πολλά υπάρχοντα κάποιου άλλου. Την ίδια στιγμή που αυτός έχει ελάχιστα ή και τίποτε λες και γεννήθηκε ως παιδί κάποιου κατώτερου θεού. Αναφέρομαι στην πηγαία ανάγκη κάποιων ανθρώπων να βοηθήσουν όπως μπορούν σε ό,τι μπορούν, δίχως τυμπανοκρουσίες και επιτηδευμένες ζητωκραυγές γύρω τους, ώστε να μη χρειάζεται πλέον να καταφεύγουμε στη φιλανθρωπία με βάση τις ανισότητες.

Μην κοιμάσαι λοιπόν, εσύ εκεί έξω άνθρωπε, νομίζοντας πως αν κινητοποιηθείς θα ταραχτεί η υπερευαίσθητη ιδιοσυγκρασία σου. Επαναπαυμένος είσαι, όπως οι περισσότεροι από εμάς σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Παραδέξου το και κάνε μια αρχή, ώστε αλλάζοντας το μέσα σου να προσθέσεις ένα λιθαράκι στην καλυτέρευση αυτού του κόσμου. Τον ίδιο σου τον βελτιωμένο εαυτό με άλλα λόγια. Μην αρνηθείς ότι αυτό είναι θέμα θέλησης. Δε λέω, θέλει κότσια από παρατηρητής να γίνεις πρωταγωνιστής, αλλά τα διαθέτεις κι επιλέγεις να κάνεις πως δεν τα βλέπεις για χάρη μιας βόλεψης μέσα στην οποία σαπίζεις νομίζοντας πως ζεις.

Ζωή όμως δεν είναι μόνο η δική σου μικροσκοπική καθημερινότητα. Ζωή είναι κι όλα όσα ανέχεσαι σκύβοντας το κεφάλι κι όλα εκείνα που ακόμη δε σε αφορούν ώστε να σε ξυπνήσουν. Μην περιμένεις πάντως να γίνουν και δική σου υπόθεση με τη στυγνή έννοια του όρου. Πίστεψέ με τότε θα είναι αργά.

Δεν έχω πρόθεση να πατρονάρω κανέναν φυσικά. Είναι εξάλλου, το χειρότερό μου το να πατρονάρομαι και να πατρονάρω. Μη θεωρήσεις λοιπόν, ότι σου κουνάω το δάχτυλο λέγοντάς σου τι να κάνεις σαν να είμαι η τελειότητα προσωποποιημένη. Επιθυμία μου αποτελεί, απλώς, κάποια μέρα ό,τι όμορφο κρύβει μέσα του ο καθένας να βγει στην επιφάνεια γιατί δε θεωρώ ότι μας αξίζει μόνο ό,τι βρώμικο έχουμε αφήσει να υπάρχει.

 

Eπιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου