Θρίλερ. Τι κρύβεται πίσω απ’ τη σκοτεινή κι ενίοτε αρρωστημένη ατμόσφαιρα των ταινιών τρόμου; Για κάποιους και μόνο η ύπαρξή τους είναι ανεξήγητη. Για τους περισσότερους, όμως, αποτελούν έναν παρανοϊκό τρόπο διασκέδασης μέσα απ’ τον οποίο βιώνουν ακραία συναισθήματα. Είναι άραγε τόσο ανεξήγητος ο λόγος που μας ελκύουν τα θρίλερ ή μήπως αυτός ο μαζοχισμός έχει κάποιο ψυχολογικό υπόβαθρο;

Κάποιοι αποδίδουν την ευχαρίστηση που νιώθουμε ενώ φοβόμαστε σε ζωώδη μας ένστικτα που έχουν να κάνουν με την επιβίωσή μας. Στο DNA μας έχουν εντυπωθεί συναισθήματα όπως ο φόβος για το άγνωστο που ενεργοποιεί τις άμυνές μας απέναντι σε ενδεχόμενους κινδύνους. Μπαίνοντας σε διαδικασία συναγερμού, λοιπόν, ο οργανισμός εκκρίνει ουσίες όπως η αδρεναλίνη, προκειμένου να μπει και σε διαδικασία επιβίωσης. Η αδρεναλίνη είναι ως γνωστόν μια άκρως ξεσηκωτική ουσία γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι όσοι την επιδιώκουν με διάφορους τρόπους. Η διέγερση που μας προκαλεί, λοιπόν, είναι ίσως ένας απ’ τους λόγους που επιλέγουμε τέτοιου είδους ταινίες ακόμη κι αν ξέρουμε πως θα μας επηρεάσουν για πολλές ώρες αργότερα.

Άλλος ένας λόγος που μας αρέσει να βλέπουμε θρίλερ είναι ίσως κι η ανακούφιση που αισθανόμαστε στο τέλος κάθε ταινίας, όταν αυτή έχει happy end ή έστω κάποια δικαίωση, πράγμα το οποίο συνήθως συμβαίνει σε τέτοιου είδους ταινίες. Μπορεί νωρίτερα να έχουμε αγγίξει τα άκρα μας, αλλά στο τέλος επέρχεται η λύτρωση όταν ο εκάστοτε πρωταγωνιστής διαφεύγει τον κίνδυνο με πιθανότητα μάλιστα να πάρει και κάποιου είδους εκδίκηση.

Σύμφωνα με κάποιους επιστήμονες οι ταινίες τρόμου έχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά που κάνουν τον εγκέφαλο των ανθρώπων να αντιδρά θετικά στην επίδρασή τους. Αυτά είναι η ένταση, η σχετικότητα με βάση την οποία θα πρέπει κάποιος να νιώσει πως ταυτίζεται με ένα ρόλο ή μια κατάσταση ώστε να του αρέσει η εκάστοτε ταινία και τέλος η έλλειψη ρεαλισμού. Η ένταση έχει να κάνει με το σασπένς που προκαλεί ο τρόμος, η σχετικότητα με το γεγονός πως στα θρίλερ συνήθως ενώνει ο φόβος του θανάτου τους θεατές με τους πρωταγωνιστές και τέλος η έλλειψη ρεαλισμού αφορά το γεγονός πως όσα βλέπει ο θεατής παρακολουθώντας μια ταινία γνωρίζει πως δε συμβαίνουν στην πραγματικότητα πράγμα που του επιτρέπει να βιώνει όσα βιώνει εκ του ασφαλούς, δίχως να κινδυνεύει ο ίδιος ή κάποιος άλλος στ’ αλήθεια κι έτσι μπορεί να περιμένει πια τη στιγμή του ανακουφιστικού τέλους.

Ένα κάπως πιο σαδιστικό ένστικτο στο οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει η ευχαρίστηση παρακολούθησης ταινιών τρόμου, όμως, έχει να κάνει ίσως και με κάτι το που σπάνια θα παραδεχόταν κανείς. Το γεγονός πως παρακολουθούμε κάποιους άλλους να περνάνε όσα περνάνε (φυσικά γνωρίζοντας στη συγκεκριμένη περίπτωση πως κάτι τέτοιο είναι μόνο στη φαντασία των συγγραφέων και των σκηνοθετών) μας προσφέρει μία επιπλέον ανακούφιση, μιας και δεν είμαστε εμείς στη δική τους θέση, αλλά έχουμε την ευκαιρία μέσα από μια κλειδαρότρυπα να αισθανθούμε τον πόνο του άλλου.

Δεν είναι τυχαίο που κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην πραγματική μας ζωή όταν ακούγοντας ένα άσχημο περιστατικό στεναχωριόμαστε μεν πάρα πολύ, αλλά ένα μικρό μας κομμάτι αισθάνεται ανακουφισμένο που το εκάστοτε κακό δεν αφορά εμάς. Φυσικά προκειμένου να μη μας παρεξηγήσουν οι άλλοι θεωρώντας μας τελικά αναίσθητους δεν παραδεχόμαστε ποτέ ανοιχτά κάτι τέτοιο.

Ίσως εν μέρει αυτό να εξηγεί τους λόγους που μας ελκύουν και τα ψυχολογικά θρίλερ τελικά εκτός των ταινιών τρόμου όπως και το γεγονός ότι μας θέτουν αντιμέτωπους με τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, κάτι που είναι από μόνο του γοητευτικά τρομακτικό. Είναι ένας τρόπος να δούμε να συμβαίνουν πράγματα που ίσως όλοι έχουμε μέσα μας, άλλα ευτυχώς στους περισσότερους δε θα εκδηλωθούν με ακραίους τρόπους ποτέ.

Με βάση όλους τους παραπάνω μηχανισμούς που ενεργοποιούνται όσο ο οργανισμός μας εξεγείρεται μπροστά σε μια εικονική απειλή έγιναν κάποιες έρευνες που λένε πως στην προσπάθειά του να τα βάλει με τον (στην πραγματικότητα αόρατο) εχθρό αυξάνονται τα λευκά αιμοσφαίρια κι άρα ενδυναμώνεται έστω και για λίγο το ανοσοποιητικό μας σύστημα.

Άλλες έρευνες λένε πως με την αύξηση της αδρεναλίνης και κατ’ επέκταση των καρδιακών μας παλμών αλλά και του μεταβολικού ρυθμού μας ­–δηλαδή της ταχύτητας με βάση την οποία καταναλώνεται η αποθηκευμένη ενέργεια στο σώμα μας– τα θρίλερ θα μπορούσαν να συμβάλλουν με τον τρόπο τους σε απώλεια βάρους.

Παρ’ όλα αυτά δε θα μπορούσε παρά μια τέτοια κατάσταση ακραίας εγρήγορσης να αποτελεί κι άμεση απειλή για την υγεία μας, καθώς οποιαδήποτε κατάσταση άγχους και πανικού θα μπορούσε να επιφέρει καρδιακή ανακοπή ή αύξηση της πίεσης του αίματος κυρίως σε όσους έχουν ήδη διάφορα σχετικά προβλήματα.

Ο Stephen King έχει πει πως επινοούμε φανταστικούς τρόμους για να μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τους πραγματικούς. Όπως και να ‘χει, ψυχίατροι δεν είμαστε, γιατροί δεν είμαστε, τους λόγους μπορεί να μην τους γνωρίζουμε πλήρως μα τελικά όσο κι αν ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να κλείσουμε μάτι πιθανότατα για την επόμενη εβδομάδα –ειδικά αν είμαστε μόνοι– πάντα θα μας τραβάει εκείνη η εικόνα του εκάστοτε πρωταγωνιστή που ενώ ξέρει ότι ο ανεξήγητος θόρυβος που ακούστηκε απ’ το σκοτεινό υπόγειο δεν είναι για καλό, πάντα θα σπεύδει ν’ ανοίξει εκείνη τη σφραγισμένη παμπάλαιη πόρτα που κανείς ως τότε δεν είχε τολμήσει.

Και κάπου εκεί μισοκλείνεις τα μάτια –ή αν είσαι σαν εμένα κλείνεις τ’ αφτιά σου αφού πιο πολύ σε τρελαίνουν οι απότομοι ήχοι παρά τα δαιμόνια που ξεπετάγονται– και συνεχίζεις να μαζοχίζεσαι περιμένοντας να ζήσει (έστω κι ένας) στο τέλος καλά όσο εσύ θα σκέφτεσαι πώς θα χωρέσετε να κοιμηθείτε όλοι μαζί το βράδυ ώστε να ζήσετε καλύτερα.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη