Δεν ξέρω αν είμαστε λίγοι ή πολλοί. Ξέρω, όμως, ότι είμαστε μυστήρια τρένα. Κι αυτό γιατί πάντα έχουμε το ένα πόδι στο εδώ και το άλλο στο αλλού. Το μισό μυαλό στο τώρα και το άλλο μισό στο οποτεδήποτε. Μονίμως φλερτάρουμε με το φευγιό και πνιγόμαστε αν νιώσουμε πως δεν έχουμε επιλογές ή τρόπο διαφυγής από μέρη ή καταστάσεις.

Μας πιάνει κλειστοφοβία απέναντι στα τετελεσμένα. Αρνούμαστε να δεχτούμε τα μη αναστρέψιμα. Είμαστε αλλεργικοί στα «μην», τα «δεν», τα «ποτέ» και τα «για πάντα». Ακόμη κι αν ζήσουμε, τελικά, κάτι για πάντα θα το κάνουμε με τον δικό μας τρόπο. Μέρα με τη μέρα, στιγμή με τη στιγμή κι όχι μονορούφι. Διαφορετικά, η ζωή μας θυμίζει μια ατέλειωτη κρίση πανικού. Δε γουστάρουμε τις προκαθορισμένες ημερομηνίες λήξεως σε όσα μας αρέσουν ούτε τις μονιμότητες που δε μας ταιριάζουν.

Με λίγα λόγια ο μόνος τρόπος για να μην αισθανόμαστε εγκλωβισμένοι είναι η επιλογή στο πίσω μέρος του μυαλού μας μιας ενδεχόμενης φυγής. Πρακτικής, συναισθηματικής, συμβολικής ή κι όλα τα παραπάνω. Αλλά φυγής. Σπανίως στις δραπετεύσεις μας απ’ τις κοινωνικές επιβολές φανταζόμαστε τους εαυτούς μας με συνεπιβάτες ή συνοδοιπόρους. Φτάνουμε συχνά στο σημείο μια φυγή να ταυτίζεται και με μια ενδοσκόπηση, πράγμα που μας οδηγεί στην εσωστρέφεια όπου ψάχνοντας τον εαυτό μας ενίοτε απομακρυνόμαστε απ’ τους άλλους.

Όλη αυτή η παρορμητική κι εκρηκτική τελετή μπορεί να διαρκέσει από λίγες ώρες μέχρι μήνες. Άλλοτε και χρόνια, μα ίσως όχι τόσο συχνά με σταθερότητα. Στην καθημερινότητά μας οι διακυμάνσεις των τάσεων φυγής που μας διακατέχουν μπορούν να πυροδοτηθούν στην κυριολεξία απ’ το οτιδήποτε, που σε έναν μέσο «νορμάλ» άνθρωπο θα θεωρούνταν ασήμαντο ως αφορμή.

Τότε, λοιπόν, είναι που οι γύρω μας, ακόμη κι οι πιο δικοί μας άνθρωποι, διαπιστώνουν ότι κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Πράγμα που αποτελεί μια μορφή φυγής απ’ τον ρεαλιστικό κόσμο. Προσπαθούμε έτσι να φορτίσουμε μπαταρίες μακριά από μια πραγματικότητα την οποία είτε αδυνατούμε να κατανοήσουμε είτε αρνούμαστε να αποδεχτούμε είτε δε μας ταιριάζει. Είναι τότε που νιώθουμε εξαντλημένοι. Θέλουμε στην καλύτερη περίπτωση να πάρουμε μια ανάσα πριν επανέρθουμε δυναμικά ή στην πιο ακραία –όμως όχι τόσο σπάνια– περίπτωση να κάνουμε ένα δυναμικό restart σε όλους ή σε πολλούς τομείς της ζωής μας.

Οι εν λόγω τάσεις φυγής για εμάς είναι ξεκάθαρα υπόθεση προσωπική, δε χωράνε τρίτοι κι αυτό είναι σαφές. Μόνο που όπως κάθε κανόνας –κι αυτό είναι που γουστάρουμε– έχουν κι οι δικοί μας ψυχαναγκασμοί τις εξαιρέσεις τους. Αν δεις πως στη μανία μας να φεύγουμε συμπεριλαμβάνουμε κι εσένα τότε να ξέρεις ότι σε έχουμε ερωτευτεί πραγματικά. Ότι σε νοιαζόμαστε και μας νοιάζεις, ρε παιδί μου, πολύ, πώς το λένε.

Πιθανότατα να έχουμε προλάβει να σε αγαπήσουμε κιόλας είτε το έχουμε παραδεχτεί ανοιχτά είτε όχι. Μόνο ένας άνθρωπος χωράει –κι αυτό συμβαίνει σπάνια– στα φευγιά μας. Εσύ. Κι όταν καταλάβεις ότι ισχύει κάτι τέτοιο θα ξέρεις ότι είσαι αυτός ο ένας άνθρωπος που για εμάς είναι πάνω απ’ την ίδια μας την ιδιοσυγκρασία, πάνω απ’ την ίδια μας τη φύση. Το παρανοϊκότερο όλων; Δε νιώθουμε καν πίεση μιας και το να είσαι δίπλα μας, μέσα μας, μαζί μας είναι καθαρή επιλογή. Σε χρειαζόμαστε, αλλά όχι από ανάγκη. Σε χρειαζόμαστε λόγω του υπέρτατου εκείνου συναισθήματος που καθιστά οτιδήποτε δε σε συμπεριλαμβάνει ανούσιο κι ανόητο.

Ακόμη και τις ίδιες μας τις ανάγκες για απόδραση, ακόμη και την ίδια μας την επιδίωξη για περιπέτεια, εξερεύνηση, ενδοσκόπηση ή αλλιώς φυγή. Πάντα θα θέλουμε να φεύγουμε. Όμως από τότε που εμφανίστηκες εσύ στη ζωή μας θέλουμε να φεύγουμε μαζί σου. Να ξέρεις μόνο ότι για εμάς αυτό είναι η πιο αυθόρμητη υπέρβαση αληθινού έρωτα. Εξαιτίας σου και ξεκάθαρα για πάρτη σου. Λοιπόν; Θα ‘ρθεις;

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη