Πες μου, σε παρακαλώ. Σε τι μετράμε το «σ’ αγαπώ»; Σε λόγια; Σε πράξεις; Σε χρόνο; Σε μίλια; Σε ισοδύναμους παλμούς; Δώσε μου μία εξήγηση που θα κάνει κρότο, που θα ξεχωρίσει από όλες εκείνες που άκουσα όλα αυτά τα χρόνια. Σε προκαλώ!

Αρνούμαι να δεχτώ ακόμη και το άκουσμα αυτής της φράσης. Αρνούμαι κατηγορηματικά ακόμη και στην ιδέα πως υπάρχουν άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν καθημερινά, χωρίς να την ντύνουν με συναίσθημα, χωρίς να μένουν γυμνοί κάθε που εκείνη θα καταφέρνει ως δια μαγείας να δραπετεύσει απ’ το στόμα τους. Γιατί το κάνουν;

Θέλω να μάθω. Αν είχε χρώμα, ποιο θα ήταν; Αν είχε γεύση, θα ήταν αρκετά έντονη ώστε να τη μεταδώσεις με ένα φιλί; Μίλα μου, μη στέκεσαι εκεί με κοιτάζεις! Ξέρεις πως η σιωπή είναι το μολύβι μου κι αν δε μου πεις, θα σχεδιάσω.

«Σ’ αγαπώ» πάνω σε όρκους αγάπης, πίσω από γράμματα, δίπλα σε υστερόγραφα, μέσα σε κάρτες. Μα όλα μοιάζουν τόσο μεταξύ τους, κανένα τους δεν ξεχωρίζει. Τόσο που σκέφτηκα πως αν κάνω λάθος στην ορθογραφία του, ίσως να σημαίνει κάτι παραπάνω. Ίσως έτσι ξεχωρίσει απ’ τα υπόλοιπα -και με πιστέψεις τελικά.

Τρεις νύχτες τώρα ψάχνω με κάθε τρόπο την προφορά του. Μήπως αν το πω διαφορετικά; Αν αλλάξω τη φωνή μου; Αν φωνάξω περισσότερο; Θα το ακούσεις; Μάταια, το μόνο που κατάφερα είναι ένα «α» κι ένα «ν» να γίνουν το σημείο αναφοράς μου. Κι η ένταση, για μια ακόμη φόρα, όχι τόσο δυνατή ώστε να το καταλάβω.

Και ήταν τα βράδια τόσο λίγα για να προλάβω να τα αναλύσω κι ήταν οι άνθρωποι τόσοι πολλοί που κάθε φορά που άγγιζα, ένα συμπέρασμα κατάφερναν να μεταφράσουν το πηλίκο μου σε: ανελλιπώς 0. Κι όμως, εγώ είχα την ανάγκη της απόδοσης. Έβλεπα τη μετάφραση της φράσης αυτής σαν το γλυκό τριαντάφυλλο που υπήρχε πάντα στο τελευταίο ράφι του σπιτιού κι ήθελα με μανία να φτάσω.

Το αλφάβητο δε μου αρκούσε, στο ορκίζομαι πως κρυφά έψαξα και σε άλλες γλώσσες. Μα καμία δε γέμιζε το δικό μου τετράδιο, ούτε καν τα λόγια σου την αγκαλιά μου. Έγινα ο φόβος πίσω από κάθε σου φράση, μήπως και μπορέσω και κλέψω λίγη μαγεία απ’ τα συμφραζόμενα που θα με οδηγήσει στη δική μου αλήθεια. Ακόμη κι αν αυτή έγκειται στην ετυμηγορία μιας λέξης, μιας λέξης που σύμφωνα με τον έξω κόσμο δεν έχει ανάγκη από κανένα υπόβαθρο για να ειπωθεί στηριζόμενη μονάχα στο θεαθήναι.

Οι γύρω μου δεν μπορούσαν να με καταλάβουν. Δεν τους το ζήτησα πότε, άλλωστε. Έτσι κι αλλιώς πώς μπορείς να εξηγήσεις στους ανθρώπους τι σημαίνει αληθινή αγάπη, όταν εσύ ο ίδιος δε γνωρίζεις πώς να τη σκιαγραφήσεις; Θεωρούν πως τα λόγια αρκούν για να καλύψουν πολλά από τα κενά τους, κενά που δημιουργήθηκαν εξίσου από ανθρώπους. Κι εγώ είμαι εδώ, μέσα σε όλη αυτή τη βουή της πόλης και σε έναν λαβύρινθο απόψεων να ψάχνω για το δικό σου νήμα. Πες μου μόνο αν το αξίζω.

Μέτρα τις λέξεις σου, χώρεσέ τις σε φράσεις, δώσε μου ό,τι πιστεύεις πως μου αναλογεί. Δε με ενδιαφέρει ο αριθμός, σου ζητάω μονό ένα αλγόριθμο, τον δικό σου. Εκείνον που με όποιον συνδυασμό πλήκτρων κι αν τον ορίζει, θα δώσει σε εμένα την απάντηση που χρειάζομαι, ίσως πιο πολύ κι από εσένα.

Τόσο φοβάσαι να το πεις; Τόσο, που ίσως πια να μη θέλω κι εγώ να το μάθω. Γιατί την είχα την απάντηση όλα αυτά τα χρόνια. Μόνο που δε με ρώτησες ποτέ. Εγώ το «σαγαπώ» το γράφω χωρίς απόστροφο, όλα τα γράμματα ενωμένα, όπως θα έπρεπε να ήμασταν κι εμείς…

Συντάκτης: Φιλοθέη Τζαλαζίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη