Διλήμματα, σταυροδρόμια, αποφάσεις, ρίσκα, αλλαγές, επιθυμίες που πηγαίνουν κόντρα στις υποχρεώσεις και επιθυμίες που πηγαίνουν κόντρα σε άλλες επιθυμίες. Κάπως έτσι είναι τελικά η ζωή κι εμείς στο μάτι του κυκλώνα παίζουμε τα ρέστα μας με φόντο πότε το θάρρος, πότε τη δειλία, πότε τ’ απωθημένα μας.

Προσπαθούμε να διαλέξουμε το ένα ή το άλλο, να σκεφτούμε τι μας ταιριάζει περισσότερο, τα συν, τα πλην, τα επί και τα διά υπολογίζοντας τις εμπειρίες μας και το μέλλον σαν να ήταν εξισώσεις με άγνωστο x το εκάστοτε αποτέλεσμα.

Το παν είναι να μη νιώθει έρμαιο κανείς. Είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει «γραμμένο που το λένε πεπρωμένο», όσο κι αν αναρωτηθούμε επ’ αυτού ασφαλής απάντηση μάλλον δε θα δοθεί από κανέναν μας σε τούτη τη ζωή. Αυτό που μας μένει είναι η δράση λοιπόν. Και μπορεί να είναι last επιλογή εφόσον έπεται συνήθως της σκέψης, μα δεν είναι καθόλου least. Αν δε δράσεις, δε ζεις. Ό,τι κι αν είναι αυτό που διάγεις δεν το λένε ζωή αν αρνείσαι να πράξεις κωλώνοντας να πάρεις αποφάσεις και να αναλάβεις τις ευθύνες τους.

Τι γίνεται, θα μου πεις τώρα, αν βρίσκεσαι ανάμεσα στις συμπληγάδες ενός δύσκολου διλήμματος; Τι γίνεται αν, για παράδειγμα, κάτι που θέλεις κοντράρει κάτι που επίσης επιθυμείς πολύ; Για μένα αυτά, των συγκρουσιακών επιθυμιών, είναι και τα πιο δύσκολα διλήμματα.

Κάθεσαι, το λιώνεις στο μυαλό σου ώσπου να πολτοποιηθεί τελικά και ο ίδιος σου ο εγκέφαλος, το κλωθογυρίζεις, το υπεραναλύεις, το κουράζεις και το ξεχειλώνεις. Φοβάσαι το ξέρω, είναι λογικό. Δε θα ήθελες να λουστείς οποιαδήποτε επακόλουθα έχοντας στο μυαλό σου ότι έφταιξες εσύ γιατί δεν είχες λάβει υπόψη σου διάφορες παραμέτρους λόγω επιπολαιότητας. Θες να τα προλάβεις όλα, μα τελικά πες μου, γίνεται;

Και πόση από τη μαγεία του αυθορμητισμού σου χάνεις έτσι στη διαδρομή; Στο τέλος, ακόμη κι αν όντως επιλέξεις αυτό που θέλεις πιο πολύ, μοιάζει με ένα τέλειο μεν αλλά κρύο πιάτο, που έφτασε αργά και σε βρήκε ήδη χορτάτο. Κοινώς, μετά από τόση σκέψη το θέμα έκανε «κοιλιά», ξενέρωσε πώς το λένε; Κι εσύ γεύεσαι έτσι μισή χαρά η οποία θυμίζει περισσότερο καταναγκαστικό σεξ που δεν έγινε όταν ήσασταν και οι δυο καυλωμένοι αλλά 8 ώρες μετά.

Θυμάσαι αυτό που λένε; Ότι δηλαδή όταν αποφασίσεις να παίξεις κάτι κορώνα γράμματα καταλαβαίνεις τι πραγματικά θες τη στιγμή που το νόμισμα βρίσκεται στον αέρα; Αυτό συμβαίνει γιατί τις πιο πολλές φορές πιάνεις τον εαυτό σου να εύχεται λίγο περισσότερο κάτι από τα δύο μιας και η πολυτέλεια της σκέψης δεν υπάρχει και το υποσυνείδητό σου δε φοβάται τόσο όσο εσύ. Ίσως γιατί ξέρει να κρύβεται καλά. Μα σε κάτι τέτοιες στιγμές, μηδαμινού χρόνου και υπό πίεση αποφασίζει να ξεμυτίσει. Τότε, βλέπεις, ο οργανισμός μας επιστρατεύει κάθε μέσον προκειμένου να πετύχουμε αυτό που στ’ αλήθεια θέλουμε περισσότερο, το οποίο δεν είναι πάντα σε πρώτο πλάνο. Ακόμη κι αν αυτό το «μέσον» είναι το ίδιο μας το υποσυνείδητο που μουρμουρίζει σαν μικρό παιδί το γνωστό τροπάρι με τη γριά από την πόλη που ‘φερε το χάσι χάσι και «Παναγίτσα μου να χάσει» στη θέα ενός αιωρούμενου νομίσματος.

Το υποσυνείδητό μας είναι μεν καλός μυστικοκράτορας, μα δεν είναι αλάνθαστος. Μπορεί εκεί να φυλάγονται τα πιο μεγάλα μυστικά του εαυτού μας και όσων φοβόμαστε να παραδεχτούμε, μα καμιά φορά μπροστά στο ένστικτο προδίδεται και τα βγάζει όλα στη φόρα ξεμπροστιάζοντάς μας ανεπανόρθωτα όταν αισθανθούμε πίεση.

Όταν σε κυνηγάει κάποιος θέλοντας να σου κάνει κακό, δε θα κάτσεις να σκεφτείς και να υπολογίσεις με πόσο μεγάλες δρασκελιές πρέπει να διασχίσεις τον δρόμο, ώστε να μη σε φτάσει μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, έχοντας λάβει υπόψη σου προηγουμένως και τη βέλτιστη διαδρομή μέσω GPS. Απλώς θα τρέξεις.

Έτσι λοιπόν θα λειτουργήσεις κι όταν θα χρειαστεί να πάρεις μια απόφαση κάτω από την πίεση του χρόνου ή άλλων συνθηκών. Ενστικτωδώς, το πιθανότερο είναι να σου βγει τελικά αυθόρμητα αυτό που πραγματικά θέλεις και να το επιλέξεις όπως ο Λούκι Λουκ πυροβολεί τη σκιά του. Πιο γρήγορα από τη σκέψη σου θα έχει λειτουργήσει το υποσυνείδητό σου.

Φυσικά δεν υποστηρίζω την απερισκεψία και θα ήταν λάθος να μου καταλογίσετε κάτι τέτοιο εφόσον μιλάμε για επιθυμίες κατά κύριο λόγο. Απλώς δεν είμαι υπέρμαχη της υπερανάλυσης διότι κατά τη γνώμη μου σε εμποδίζει να χαρείς την παρόρμηση της ίδιας σου της αυθεντικότητας.

Η υπερανάλυση είναι συνήθως κάτι νοθευμένο. Περικλείει μέσα της και πράγματα παρασιτικά όπως υπέρμετρους φόβους, γνώμες άλλων περασμένες μέσα μας τεχνηέντως, σενάρια που πλάθουμε επιβεβαιώνοντας το γνωστό ανέκδοτο με τον γρύλο και ούτω καθεξής. Αυτό δεν το λες αυθόρμητη απόφαση αλλά βασανιστήριο. Παραποιείς ο ίδιος όσα θέλεις, τον ίδιο σου τον εαυτό, έχοντας υποβιβάσει ήδη μέσα σου όποια απόφαση κι αν πάρεις τελικά.

Σκέψου, αλλά μην αναλώνεσαι σε αυτό και προπαντός μη φοβάσαι να ζήσεις – κι ας φας τα μούτρα σου. Αρκεί αν τα φας, να τα φας για κάτι που γούσταρες πραγματικά. Η ικανοποίηση ότι το κυνήγησες θα σε αποζημιώσει. Όσο κι αν μετράς μέσα σου το κόστος, δεν υπάρχει περίπτωση να προβλέψεις τα πάντα. Οι άσκοπες καθυστερήσεις αποπροσανατολίζουν. Δεν είναι λόγια μεγάλων σοφών όλα αυτά, τα έχεις και τα έχω ακούσει αμέτρητες φορές, το ξέρω. Το θέμα είναι αν τα εφαρμόζουμε.

Το μοναδικό πράγμα που επιτρέπω να με πνίγει στην υπερβολή του εγώ προσωπικά είναι ο έρωτας κι αυτό εν συνειδήσει. Ίσως καμιά φορά ηθελημένα να τον αφήσω να μου θολώσει και λίγο τα νερά της κρίσης μου, πώς να στο πω. Μα και πάλι θα ‘χω πέσει με τα μούτρα γιατί έτσι είμαι εγώ και θα γουστάρω, με πιάνεις; Ο φόβος δε θέλω να έχει δυνατότητα να ορίζει την κρίση μου, ο δισταγμός δε θέλω να με οδηγεί στο να αναβάλω για αύριο την ίδια τη ζωή.

Πράξε σαν να μην υπάρχει αυτό το αύριο, και ίσως τότε καταλάβεις τι πραγματικά θέλεις, γιατί θα σ’ έχει καρφώσει η ενστικτώδης σου αντίδραση. Πόσο εύκολο είναι να γίνει όμως αυτό όταν όλοι θεωρούμε τα αύριό μας δεδομένα;

 

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου