Σε κάθε καινούργια γνωριμία, σε κάθε νέα συναναστροφή, μέχρι να σε γνωρίσουν και να καταλάβουν, πάντα, μα πάντα η ίδια ερώτηση, με την ίδια απορία, με το ίδιο  κρεμάμενο σαγόνι: «Μα καλά, δεν οδηγείς; Πώς είναι δυνατόν;» Λες και δεν υπάρχει ανθρώπινο πλάσμα που να γεννιέται χωρίς τη δεξιότητα της οδήγησης! Λες και στον κώδικα του ανθρώπινου DNA, είναι εργοστασιακά περασμένη η ρύθμιση! Ε, λοιπόν, όχι! Υπάρχουν κι αυτοί που δεν οδηγούν. Δεν οδήγησαν στο παρελθόν και δε θα οδηγήσουν και στο μέλλον. Και ξέρετε κάτι; Δεν οδηγούν κι είναι καλά! Ίσως καλύτερα κι από όσους οδηγούν.

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των οδηγών, είναι η λεγόμενη ανεξαρτησία κίνησης που τους παρέχουν τα οχήματά τους. Ότι δηλαδή, όποια ώρα τους κάνει κέφι, μπαίνουν στο αυτοκίνητό τους και πάνε όπου θέλουν. Και την ώρα που ακούς αυτή τη φράση, εσύ ο μη οδηγός, σκέφτεσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες εγκλωβισμένος ακριβώς επειδή δεν οδηγείς. Κι η απάντηση είναι, ποτέ!

Καταρχάς, για να σου λείψει κάτι απ’ τη ζωή σου, πρέπει πρώτα να το έχεις εντάξει σε αυτήν. Κι αυτό δεν υφίσταται στη ζωή των μη οδηγών. Από καταβολής του κόσμου τους, η μετακίνησή τους γίνεται με άλλον τρόπο, χωρίς τη χρήση δικού τους μέσου. Δηλαδή, με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και με ταξί. Και γίνεται εύκολα, αβίαστα, αβασάνιστα.

Γιατί όποιος ισχυριστεί ότι χρησιμοποιώντας το δικό του όχημα, θα φτάσει πιο γρήγορα στον προορισμό του απ’ ό,τι αν χρησιμοποιήσει το μετρό, ψεύδεται ασύστολα και το ξέρει. Κι αν αντιτείνει ότι το μετρό δεν παρκάρει έξω απ’ την πόρτα του προορισμού μας, υπάρχει απάντηση και λέγεται «πόδια». Γιατί ναι, τα κάτω άκρα μας, είτε το πιστεύετε είτε όχι, κάνουν και γι’ αυτή τη χρήση: τη μετακίνηση. Κι αν παραστεί ανάγκη να μας μεταφέρουν σε μια απόσταση που σε χρόνο βάδην αντιστοιχεί με 15 ή 20 λεπτά της ώρας, δε θα στάξει κι η ουρά του γαϊδάρου. Άσε που η φυλή των μη οδηγών, είναι εκπαιδευμένοι στο συγκεκριμένο άθλημα. Όπου μπορούν να πάνε με τα πόδια τους το κάνουν και το χαίρονται κιόλας.

Για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις που η μετακίνηση δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με τους ανωτέρω τρόπους, υπάρχει πάντα το ταξί. Έξω απ’ την πόρτα της αφετηρίας μας και στο κατώφλι της πόρτας προορισμού μας, με ένα τηλεφώνημα, ή δύο κλικ σε μια εφαρμογή. Και μην αναφερθείτε στο έξοδο, διότι είστε χαμένοι από χέρι. Γιατί δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά, μόνο λίγες λέξεις: καύσιμα, ασφάλεια, τέλη κυκλοφορίας, συντήρηση.

Να μη μιλήσουμε για την ψυχική ηρεμία. Κατά κανόνα στην τρέλα της κίνησης, στο ακίνητο ποτάμι των Ι.Χ. και συγκεκριμένα στο εσωτερικό τους, θα συναντήσετε είτε μισότρελους οδηγούς με το χέρι κολλημένο στην κόρνα και το μπινελίκι το ανελέητο να εκτοξεύεται κατά ριπάς, είτε κατατονικούς, με εκείνο το βλέμμα το κενό της απελπισίας, που έχουν αποδεχθεί τη ματαιότητα του κόσμου, της ζωής και του μποτιλιαρίσματος της Κηφισίας. Η δε χαρά της ανεξαρτησίας, πάει περίπατο την ώρα που φτάνει το ακανθώδες ζήτημα «πάρκινγκ».  Κοινώς, πού θα το βάλω το ρημάδι; Και δώσ’ του οι βόλτες γύρω-γύρω τα στενά και για να δω αν χωράει εδώ, -μπα με την καμία- κι ας πάω δυο δρόμους παρακάτω μπας και σταθώ πιο τυχερός και στο τέλος εκεί που έφτασες να παρκάρεις, για να γυρίσεις σπίτι σου μοιράζεσαι ταξάκι με έναν ήρεμο και γαλήνιο μη οδηγό.

Και για να μιλήσουμε απολύτως σοβαρά, δε γίνεται να μην αναφερθούμε και σε μια ακόμα παράμετρο που λέγεται αυτογνωσία. Διότι, πώς να το κάνουμε βρε παιδιά; Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για όλα. Απλώς κάποιοι από εμάς, το αναγνωρίζουμε κιόλας. Γιατί, μεταξύ μας, αν φαντάζεστε ότι όλοι εσείς που είστε εκεί έξω και κυκλοφορείτε ελεύθεροι κρατώντας ένα τιμόνι, είστε κι η επιτομή της οδηγικής δεινότητας, πλανάστε πλάνην οικτράν.

Ελάτε, ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν το ‘χουν όλοι οι οδηγοί και το ξέρουμε καλά. Και κατά βάθος το ξέρουν και οι ίδιοι, αλλά λίγο που τους προσέχουν οι άλλοι, λίγο η βοήθεια της Παναγίας που κρέμεται απ’ το καθρεφτάκι, γλιτώνουμε τα χειρότερα. Εμείς, λοιπόν, που δεν οδηγούμε συνειδητά, έχουμε αποδεχτεί ότι δεν είμαστε καλοί σε αυτό κι αντί να ρισκάρουμε με μια μέτρια απόδοση, προτιμάμε να απέχουμε.  Τόσο απλά.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα τύχει να γνωρίσετε κάποιον που δεν οδηγεί από άποψη, μην εκπλαγείτε και κυρίως μην τον κοιτάξετε με οίκτο. Αντιθέτως αν νιώσετε την ανάγκη να λυπηθείτε κάποιον, στο επόμενο μποτιλιάρισμα, ρίξτε μια ματιά στον κεντρικό καθρέφτη του οχήματός σας. Ξέρετε, αυτόν, με τα χίλια δυο μπιχλιμπίδια πάνω του κρεμασμένα.

Συντάκτης: Μαριάννα Πολένα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου