Δίπλα ή μακριά από την πόλη που μένεις, το χωριό είναι ο απόλυτος ταξιδιωτικός προορισμός άνοιξη-καλοκαίρι-φθινόπωρο-χειμώνας όταν δε  σου βγαίνουν τα σχέδια για Λονδίνα και Παρίσια. Σίγουρο χαρτζιλίκι και ατέλειωτο παιχνίδι όταν ήμασταν μικρά, σίγουρο φαγητό και ατέλειωτο καθισιό τώρα που είμαστε μεγάλοι. Όταν λοιπόν παύεις να είσαι «Κωνσταντίνος» και γίνεσαι «Κώτσος» και από «Ελευθερία», σε φωνάζουν «Ρίτσα», από το «Λιφθιρίτσα», τότε ναι· ξέρεις ότι είσαι στο χωριό.

Αμέ, χωριό. Απ’ αυτό με τα αλανιάρικα κοτόπουλα, τις κατσικούλες και τα γελάδια που έχουν πάντα προτεραιότητα στον δρόμο, γιατί είναι πιο ντόπια κι από ’σένα. Με τους παππούδες που παρκάρουν το Datsun ή τη μαγκούρα τους έξω από τους καφενέδες και σταματάνε την κυκλοφορία σαν να μην υπάρχει αύριο. Με τις γιαγιάδες που κάνουν παρακολούθηση όλο το 24ωρο από τα μπαλκόνια και ετοιμάζουν το τοπικό δελτίο ειδήσεων της επόμενης

Και φυσικά με το ένα σπιτάκι και τα πέντε-έξι στρέμματα ορεινά ή παραθαλάσσια που έχουμε προίκα μαζί με τα ίδια σε εμβαδόν σεμεδάκια. Γιατί όσο βέροι Θεσσαλονικείς ή Αθηναίοι και να περνιόμαστε, ολονών η σκούφια μας κρατάει από ένα τέτοιο μέρος. Δε φυτρώσαμε ξαφνικά μια μέρα ανάμεσα στα pancakes και τον freddo espresso καραμέλα με καστανή ζάχαρη για brunch.

Μεταξύ μας, όσο μας αρέσει να περνάμε για κοσμοπολίτες και πρωτευουσιάνοι,άλλο τόσο χύμα στο κύμα γουστάρουμε να είμαστε ώρες-ώρες. Μπορεί να μη βγαίνουμε έξω σαν τους Γερμανούς, με το πέδιλο και την κάλτσα, αλλά το χειμώνα τη μάλλινη την καλτσούλα τη φτάνουμε στο μπούτι μέσα από τη φόρμα. Και όταν βαριόμαστε να πάμε στο φούρνο δε βγάζουμε καν τις παντόφλες. Όταν πάλι δεν ψηνόμαστε να οδηγήσουμε κανονικά, πιάνουμε σαν τα τρακτέρ τη μέση του δρόμου.

Δεν είμαστε τυχεροί που έχουμε ένα τέτοιο μέρος όπου μπορούμε να επιστρέφουμε όταν μπουχτίζουμε από θόρυβο, τσιμέντο και καυσαέρια; Εκεί δε βγαίνεις στην πλατεία για καφέ με τη Λουί Βιττόν σου, μάνα μου, γιατί η γιαγιά θα σε μπουγελώσει με το μπιτόν αν μάθει πόσα έδωσες για να την αγοράσεις. Και το κοντινότερο σε άρωμα που θα βρεις να κυκλοφορεί στον αέρα δεν είναι Ζαν-Πωλ Γκοτιέ, αλλά Κοτιέ, από τις κότες της θείας Κατίνας δίπλα.

Εκεί το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να είσαι ο εαυτός σου, και στην εμφάνιση και τους τρόπους σου. Ούτε να βαφτείς και να χτενιστείς για να πας μια βόλτα χρειάζεται, ούτε να κάνεις styling σε φράτζα και μούσια. Πετάς πάνω σου ό,τι ρούχο θέλεις και απλά νιώθεις άνετα. Το μόνο που κοιτάνε οι άνθρωποι στα χωριά είναι το βλέμμα σου, και από εκεί εξαρτάται αν θα σε συμπαθήσουν ή όχι. Γι’ αυτό σε συχνές ερωτήσεις τύπου: «Τι φτιάνς;», «Συ τίνος είσαι μαρ;», φρόντισε να απαντάς με χαμόγελο, και απ’ αυτό που φαίνονται τα δόντια.

Γιατί στο χωριό δε χρειάζεται να σε ξέρουν για να σε χαιρετήσουν και να ρωτήσουν μέχρι και το ΑΦΜ σου. Στο χωριό όλοι είναι μια μεγάλη οικογένεια. Πολύ μεγάλη, και ανάλογα αδιάκριτη και κουτσομπόλα. Αλλά επειδή είσαι από χωριό, κατά βάθος κι εσένα σου αρέσει το κοινωνικό ενδιαφέρον, που λένε. 

Όλοι είμαστε από χωριό, γιατί μπορεί το σπίτι μας να είναι εκεί που το Wi-Fi συνδέεται αυτόματα, αλλά το εξοχικό σου, το πατρικό σου ή των παππούδων σου ευτυχώς δεν έχει πολύ σήμα για τέτοια πράγματα. Εκεί συνδέεσαι με την αυλή και τον κήπο σου, με τους θείους και τα ξαδέρφια σου και τις πίτες της γιαγιάς σου.

Και το αστείο είναι ότι όλο αυτό το μεταφέρεις μαζί σου μετά στην πόλη. Θες που μέχρι και η προφορά μας είναι λίγο πιο τσιμπημένη, που οι κινήσεις μας γίνονται πιο φλου; Εγώ ξέρω ότι καυχιόμαστε ότι είμαστε παιδιά της πόλης και δεν έχουμε χωριό, αλλά άμα τύχει και περάσει φίλος μας στο χιλιόμετρο από εκεί που πίνουμε καφέ, φωνάζουμε και σφυρίζουμε με ένταση που σαλαγάνε τα πρόβατα στην πλαγιά.

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Παπαναστασίου: Κατερίνα Κεχαγιά.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπαναστασίου