Το σπίτι σου είναι η γιάφκα, το αρχηγείο, το άδυτό σου.  Είτε οργανωμένο χάος είτε χάος σκέτο, είναι η προέκταση του εαυτού σου, έχει το στίγμα και την υπογραφή σου. Σ’ έχει δει στα καλύτερα και τα χειρότερά σου, σε μαζώξεις και μοναξιές.

Ένα απ’ τα μεγαλύτερα βήματα λοιπόν στη ζωή σου είναι το να μοιραστείς το σπίτι σου με έναν άνθρωπο. Και προφανώς δεν εννοώ το συγκάτοικό σου που μοιράζεστε τα έξοδα όταν σπουδάζεις.

Αναφέρομαι σε αυτό το άτομο που θα βγάλεις το πρώτο αντικλείδι απ’ το δικό σου κλειδί, όχι για να σου καθαρίζει, να σου ταΐζει τα ψάρια ή να σου ποτίζει τα φυτά στο μπαλκόνι όταν λείπεις. Αλλά για να είναι εκεί μαζί σου όταν ξυπνάς κι όταν κοιμάσαι.

Αν με ρωτάτε, η συγκατοίκηση είναι απ’ τις πιο αυθόρμητες, αλλά ταυτόχρονα και συνειδητές αποφάσεις που μπορείς να πάρεις. Ρισκάρεις πολλά με τη ρουτίνα, την εξοικείωση και την καθημερινή τριβή. Κι οι πιθανότητες στη συμβίωση είναι 50-50: είτε να σας βγάλει πιο τρελαμένους κι ερωτευμένους, είτε να σας διαλύσει μία ώρα αρχύτερα. Γι’ αυτό και βλέπεις ότι λίγοι είναι αυτοί που το τολμούν νωρίς, χωρίς να έχουν προηγουμένως δέσει τον γάιδαρό τους κι επίσημα.

Αυτοί οι γενναίοι, λοιπόν, το τολμούν, ζουν, μοιράζονται, δένονται. Και φυσικά ενδιάμεσα ξεμαλλιάζονται, σκοτώνονται, τα ξαναβρίσκουν και φτου κι απ’ την αρχή. Τι γίνεται όμως όταν το μπαμ είναι οριστικό; Πώς συνεχίζει ο ένας μέσα στο σπίτι των δύο; Όταν η ζωή μοιράζεται δια δύο μαζί με τα πράγματα; Σίγουρα δεν είναι εύκολο για κανέναν, όμως για κάποιον είναι ακόμα πιο δύσκολο.

Γι’ αυτόν που θα μείνει να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι το βράδυ με ένα άδειο μαξιλάρι δίπλα του. Γι’ αυτόν που θα βλέπει μόνο τη δική του οδοντόβουρτσα στο μπάνιο το πρωί κι όταν θα πηγαίνει να φτιάξει καφέ στην κουζίνα δε θα τον περιμένει post-it καλημέρας κολλημένο στο ψυγείο. Ναι, γι’ αυτόν τα πράγματα είναι πάντα πιο ζόρικα. Γιατί πρέπει να θάψει το δεύτερο κλειδί και μαζί μ’ αυτό ό,τι ανάμνηση έχει μέσα σ’ αυτό το σπίτι.

Γιατί, κακά τα ψέματα, αλλιώς είναι να βολτάρετε στην παραλία ή να αράζετε σε ένα συγκεκριμένο παγκάκι, να φιλιέστε σε μία γωνία που μόνο εσείς ξέρετε. Κι αλλιώς είναι να ζείτε όλες σας τις στιγμές σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Γιατί, άντε, την παραλία θα την αποφεύγεις, από το στενάκι δε θα ξαναπεράσεις, στο παγκάκι δε θα ξανακαθίσεις. Το σπίτι όμως τι το κάνεις; Που σου φωνάζει μέσα στη σιωπή ό,τι θέλεις να ξεχάσεις. Που είναι σαν να έχει κρατήσει το άρωμα αυτού που έχει φύγει απ’ τα σκεπάσματα μέχρι και τους καναπέδες.

Η λύση είναι μόνο μία: ή ξενοικιάζεις ή το αλλάζεις. Ναι, το αλλάζεις, όπως άλλαξε πλέον ι η ζωή σου. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να πας παρακάτω, ακόμα κι αν δε θέλεις ακόμα. Πρέπει να αλλάξεις θέση στο κρεβάτι που κοιμόσασταν, να ξανακαρφώσεις εκείνον τον καθρέφτη στο μπάνιο πιο ψηλά, γιατί δεν είναι πλέον η κοντή στο σπίτι, να ξανακρεμάσεις εκείνες τις φουξ κουρτίνες που δεν του άρεσαν γιατί ένιωθε σαν τη Barbie πριγκιποπούλα. Το χρωστάς σ’ εσένα, όχι να ξαναγυρίσεις στις παλιές σου συνήθειες, αλλά να αποκτήσεις καινούριες, που δεν είχατε μαζί. Να φτιάξεις το σπίτι σου απ’ την αρχή, όπως δε θα του άρεσε ποτέ. Να εξαφανίσεις καθετί δικό του για να μπορείς να μείνεις μέσα χωρίς να σε σκοτώνει καθημερινά η απουσία.

Κι η αλλαγή είναι μια διαδικασία που καλώς ή κακώς θέλει χρόνο και γερά νεύρα. Γιατί δεν έχει σχέση μόνο με τα πράγματα, αλλά και με τους ανθρώπους. Δεν αναδιατάσσεται μόνο το σπίτι, αλλά και όλο σου το «είναι» μετά το χωρισμό.

Τι εννοώ; Πόσο εύκολο σου είναι να ξαναφέρεις κάποια ή κάποιον στο σπίτι σας; Γιατί έτσι το νιώθεις πλέον κι ας χωρίσατε. Αφού ό,τι ζήσατε και ό,τι φτιάξατε εκεί μέσα ήταν μαζί. Έστω και για κάτι επιπόλαιο, για ένα βράδυ και πάλι δε θέλεις την ιδέα κάποιου άλλου να κοιμάται στα σεντόνια σας. Σου μοιάζει σαν παραβίαση του χώρου σας, σαν να ξαναζείς τις ίδιες στιγμές με κάποιον που δεν του μοιάζει καθόλου και σε τίποτα.

Κάποιες φορές λοιπόν το να αλλάξεις διαρρύθμιση στα έπιπλα και τα πράγματα δε βοηθάει. Γι’ αυτό υπάρχουν πάντα και πιο δραστικά μέτρα. Το είπε και ο Πάριος άλλωστε: «Το πουλάω το σπίτι, η μισή ζωή μου λείπει, δε γεμίζει μ’ έναν άνθρωπο ένα σπίτι».

Εκεί, μαζί με τις κούτες ξεφορτώνεις μια και καλή σκέψεις κι αναμνήσεις, μετακομίζεις όχι σε καινούριο χώρο, αλλά σε καινούρια ζωή. Κάπου που δε θα τον ξέρουν οι γειτόνισσες και δε θα παραπονιούνται για το θόρυβο που έκαναν τα βράδια τα γέλια, οι φωνές ή τα σανίδια σας. Κάπου που ούτε κι εσύ ο ίδιος δε θα τα ακούς πλέον.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπαναστασίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη