Ήταν στα τέλη του 1960, κάπου στην Αμερική όταν ο Μάνος Χατζιδάκις μας σύστησε για πρώτη φορά τον Κεμάλ. Έναν νεαρό πρίγκιπα, απόγονο του Σεβάχ του θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ποιος άραγε να ήταν ο Κεμάλ; Να ήταν πρόσωπο υπαρκτό ή ένας φανταστικός ήρωας εμπνευσμένος από το μεγάλο μας συνθέτη;

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Το 1968 στη Νέα Υόρκη, τυχαία ο Μάνος Χατζιδάκις γνωρίζει έναν νεαρό μουσουλμάνο πρόσφυγα στην Αμερική που το όνομά του ήταν Κεμάλ. Καθώς στο πρόσωπό του πλανώταν μια μελαγχολία, κάτι κίνησε την περιέργεια του Χατζιδάκι να γνωρίσει τον νεαρό. Τον πλησίασε και τον ρώτησε πώς και γιατί βρέθηκε στην Αμερική. Η απάντηση του Κεμάλ ήταν πως ήταν αντίθετος προς τις πολιτικές που ασκούνταν στη χώρα του. Ο Χατζιδάκις, θέλοντας να γνωρίσει καλύτερα αυτό το προσφυγόπουλο, του πρότεινε μια ξενάγηση στην πόλη. Αυτός όμως αρνήθηκε ευγενικά και απομακρύνθηκε. Και ο Χατζιδάκις δεν τον ξαναείδε ποτέ. Μάλλον ήθελε να χαθεί στην Αμερική, όπως ο ίδιος εκτίμησε.

Το ίδιο βράδυ όταν επέστρεψε στο σπίτι του, είχε ήδη αρχίσει να φαντάζεται και να εμπνέεται την ιστορία του Κεμάλ. Από νεαρός πρόσφυγας ο Κεμάλ, στο μυαλό του, είχε γίνει ένας νεαρός πρίγκιπας κάπου εκεί στην Ανατολή, που βλέποντας τις αδικίες και τα βάσανα του λαού του, θέλησε να αλλάξει τον κόσμο. Οι άρχοντες του τόπου του όμως, αντιτάχθηκαν στη βούλησή του. Τον συνέλαβαν ως αποστάτη και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Με την πίκρα και την απογοήτευση ενός χαμένου αγώνα ο Κεμάλ πήγε στον Παράδεισο όπου τον υποδέχθηκε ο ίδιος ο Αλλάχ, μαρτυρώντας του την πικρή αλήθεια: «Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί».

Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ήταν σε αγγλικό στίχο του Mark Snow και σε σύνθεση του Μάνου Χατζιδάκι. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1970 από το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble, στο άλμπουμ τους “Reflections”. Ανεπίσημα στα ελληνικά ακούστηκε και ηχογραφήθηκε σε μια ζωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας της Μαρίας Φαραντούρη και του Βασίλη Λέκκα, στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Ωστόσο η τελική του έκδοση και αυτή που έμεινε και αγαπήθηκε, ήταν αυτή του 1993 όταν τους στίχους έγραψε εκ νέου ο μεγάλος μας ποιητής Νίκος Γκάτσος και εκτελέστηκε από την Αλίκη Καγιαλόγλου, στον δίσκο «Αντικατοπτρισμοί» με διήγηση του ίδιου του Μάνου Χατζιδάκι. Στην πορεία του στον χρόνο, τραγουδήθηκε και από άλλους μεγάλους μας καλλιτέχνες, όπως η Νάνα Μούσχουρη, ο Μάριος Φραγκούλης, αλλά και ο αγαπημένος μας Αλκίνοος Ιωαννίδης. Αξιοσημείωτη όμως και εξίσου νοσταλγική, παραμένει και η επανεκτέλεση της πρώτης έκδοσης του τραγουδιού από την ελληνική rock μπάντα των Raining Pleasure, το 2004.

Στο τέλος αυτού της ιστορίας του παραμυθιού αυτού, νομίζω πως λογικά και εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Μπορεί να αλλάξει τελικά αυτός ο κόσμος; Μπορεί να γίνει καλύτερος; Σύμφωνα με τον μύθο του Κεμάλ, όχι. Δεν αξίζει όμως να το προσπαθήσουμε; Ακόμα και με θυσίες, ακόμα κι αν κάποιοι προχωράν ακόμη με φωτιά και μαχαίρια.

Καληνύχτα Κεμάλ. Και που ξέρεις; Αυτός ο κόσμος, ίσως κάποτε και να αλλάξει. Καληνύχτα…

 

Πηγή Φωτογραφίας

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου