Ακούμε καθημερινά από παντού γι’ αυτούς που τα ‘φτιαξαν κι αυτούς που τα χάλασαν. Όλοι το λένε, ακούγεται συχνά. Από τον περίγυρο, τους κολλητούς, από τις φωνές στο διπλανό διαμέρισμα, από το δίπλα τραπεζάκι στην καφετέρια, από την τηλεόραση. Τόσο καιρό το ακούμε, αλλά δεν το ζούμε. Δεν καταλαβαίνουμε πως είναι να τα χαλάς με αυτόν που ορκιζόσουν ότι θα μένατε καιρό μαζί, ή τι γεύση έχει να τα φτιάχνεις με αυτόν ή αυτήν που είχες βάλει καιρό στο μάτι, αλλά δεν τόλμησες να πλησιάσεις ή δεν το έφερε η τύχη. Όσο τ’ ακούς, τόσο λιγότερο φαντάζεσαι τον εαυτό σου στη θέση του συνομιλητή σου που νιώθει ότι προδόθηκε. Όλο αυτό φαντάζει μακρινό για σένα. Εκεί που ακούς για τα μαντάτα άλλων, πίσω από μια λεπτή γραμμή βρίσκεται και η άλλη όψη της δικής σου ζωής. Μια όψη που υποσυνείδητα πιθανόν να αρνείσαι να μελετήσεις, μια όψη που δε σε συμφέρει να ψάξεις, που θεωρείς ότι ελέγχεις κι ότι δύσκολα θα αναποδογυρίσει το πράμα. Αφού δεν έχει συμβεί γιατί να το μελετάς; Κι έρχομαι να συμφωνήσω μαζί σου.

Γιατί να κάθεσαι ν’ αναλώνεσαι σε κάτι το οποίο δε συνέβη ποτέ; Αν όμως συμβεί; Αν βρεθείς να είσαι εσύ αυτός που ζητάει την προσοχή των άλλων για να τα βγάλει από μέσα του; Αν είσαι εσύ η κερατωμένη ή ο παραμελημένος; Αν βρεθείς να ‘σαι εσύ αυτός που προδόθηκε ή γεύτηκε το μεθυστικό άρωμα της καύλας και τα διέλυσε όλα; Μετανιώνεις; Συνεχίζεις τη ζωή σου και δεν το λες πουθενά; Εσύ θα το κρίνεις αυτό. Αλλά στην τελική γιατί να πρέπει να το μετανιώνεις όταν εσύ ο ίδιος ήσουν αυτός που το προκάλεσε; Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Γιατί, λοιπόν, να μπεις στη διαδικασία να αρνείσαι κάτι το οποίο έκανες συνειδητά; Να ζεις σαν να λέμε, σε μια αβάσταχτη ψευτιά παρέα με αυτόν που κάποτε έμπλεξες στη ζωή σου, έχοντας κι εκεί απόλυτη επίγνωση των πράξεών σου. Που ίσως τώρα να μη νιώθεις το ίδιο με τότε. Που μπορεί τώρα πια να ζητάς αυτό που για κάποιους λέγεται αυτοεπιβεβαίωση, για άλλους ξενοπήδημα, για άλλους αντριλίκι, για λίγους πουστιά. Όλοι έχουνε να λένε, ποτέ κανείς όμως δε θα το βαφτίσει όταν βρεθεί ο ίδιος αντιμέτωπος με την ελαφρότητα του «είναι».

Κάνε ό,τι είναι να κάνεις φίλε, αλλά έχε το θάρρος να αναλάβεις την ευθύνη πράξεών σου. Μην πληγώσεις, αλλά μην ταλαιπωρηθείς από άδικες σκέψεις του τύπου γιατί και πώς. Γιατί είσαι άνθρωπος, όπως και να έχει. Εσύ επιλέγεις το επόμενο κεφάλαιο. Μένεις, λοιπόν, στο καλούπι που εσύ έφτιαξες. Μένεις στη γυάλα που αν και ραγισμένη συγκρατείς με νύχια και με δόντια για να μην αποκαλύψεις στον παλιό σου «συνένοχο» την αδυναμία σου και τα κράματα καύλας που έθαψες. Η αλλιώς, αν έχεις το θάρρος κοιτάζεις κατάματα αυτόν που σου έσβηνε την αυξημένη λίμπιντο μέχρι πρότινος, αυτόν που βροντοφώναζες σε όλους και περισσότερο στον ίδιο ότι είχες ερωτευτεί. Το λες και βγαίνεις από τη γυάλα που σας έβαλες. Τι έχεις να χάσεις; Ό,τι είχες να χάσεις το έχασες όταν άφηνες ξένες φιγούρες να τρυπώνουν στο μυαλό σου. Μη με παρεξηγείς. Δεν το λέω με αρνητικό τόνο. Σέβομαι την αδυναμία. Τη θαυμάζω, γιατί είναι κομμάτι που ενώνει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Σε  μια εποχή που φαίνεται να μας χωρίζουν περισσότερα απ’ όσα μας ενώνουν, η αδυναμία και τα παράγωγά της γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ μας. Μην εθελοτυφλείς, λοιπόν. Τονίζω την ανθρώπινη, γεμάτη αδυναμίες, πλευρά σου, την πλευρά μου, την πλευρά του κολλητού, αυτού που φώναζε από το διπλανό διαμέρισμα, εκείνου που μίλαγε δυνατά στο διπλανό τραπεζάκι στην καφετέρια. Έτσι κι αλλιώς, όσο μεθούσαμε όλοι στο άρωμα της καύλας μέσα μας, τόσο λιγότερο μας χωρούσε η γυάλα που προσπαθούμε να κρατήσουμε άρτια, εμάς και τους συνενόχους. Γιατί κι αυτοί αδύναμοι είναι και συνάμα συνένοχοι. Εκεί που η αγάπη κι ο έρωτας συγχέονται με την καύλα και τη συνήθεια, εκεί αναπτύσσεται και καμαρώνει η αβάσταχτη ελαφρότητα του «μείνε». Μείνε γιατί πρέπει.

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.