Έλεγαν παλιά πως εάν δεν έχεις άκρες και μέσον στη ζωή σου δύσκολα θα πας μπροστά και μέχρι και σήμερα θα ακούσεις να το λένε. Απ’ όπου και να το πιάσουμε λίγο πολύ ισχύει, είτε μας αρέσει είτε όχι. Βλέπουμε συχνά ανθρώπους να βρίσκονται σε θέσεις στις οποίες σύμφωνα με τη δική μας κρίση θα έπρεπε να απασχολούνται άλλοι, πιο ικανοί και κατάλληλοι. Τέτοιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί σε όλους τους τομείς και για κάθε λόγο και δυστυχώς έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες όπως η επιβεβαίωση, η «εικόνα» που εκπέμπουμε, η γοητεία, τα αρχέγονα ένστικτά, καθώς και η οικειότητα, οι οικογενειακοί δεσμοί, η υποχρέωση προς τους άλλους και οι ασύστολες υποσχέσεις για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών. Λίγοι όμως γνωρίζουν την προέλευση μιας τέτοιας συνήθειας στα πλαίσια της κοινωνίας.

Το ρουσφέτι (δάνειο από την τουρκική λέξη rüşvet) ή αλλιώς η χαριστική εξυπηρέτηση ή καλύτερα το «μέσον» σε γενικές γραμμές υπήρχε πάντα, απλώς δεν είχε βαπτιστεί και δε βασιζόταν σε ορολογίες. «Αναγνωρίστηκε» περίπου το 1860 όταν η βασιλεία του Όθωνα βρισκόταν σε παρακμή και έπειτα καταργήθηκε, ενώ με τον καιρό σχηματίζονταν διάφοροι κρατικοί μηχανισμοί και κυβερνητικές επιτροπές. Ο κόσμος απ’ τον οποίο απαρτίζονταν τα τότε κόμματα με το που απέκτησε μια σχετική ελευθερία λόγω της διάσπασης της βασιλείας, άρχισε να απομακρύνει τους διοικητικούς κρατικούς υπαλλήλους που βρίσκονταν μέχρι τότε στην κυβέρνηση και να βάζει στη θέση τους άτομα από το κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον, χωρίς απαραίτητα οι νέοι εργαζόμενοι να γνωρίζουν το επάγγελμα αφού σκοπός ήταν η ασφάλεια μεταξύ των κρατικών φορέων.

Όταν πια η δημοκρατία είχε εδραιωθεί και διεξάγονταν προεκλογικές εκστρατείες, οι υποψήφιοι υπόσχονταν τον ουρανό με τ’ άστρα στον λαό μέσα από αρμονική συνεργασία με τους συγγενείς τους που βρίσκονταν στα έδρανα της διοίκησης. Οι πολιτικοί υπόσχονταν μόνιμες θέσεις εργασίας, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, πρόοδο, παράσημα, ικανοποιητικούς μισθούς και θέσεις εξουσίας και αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κάποιες από αυτές τις υποσχέσεις όντως γίνονταν πραγματικότητα. Ήταν συχνό να βλέπεις φανατισμένα μέλη κινημάτων και παρατάξεων να ανεβαίνουν βαθμίδες στην κοινωνική ιεραρχία από το πουθενά οπότε ο κόσμος σχολίαζε και ουσιαστικά όλη αυτή η ενέδρα αποτελούσε κοινό και άγραφο μυστικό. Τη διοίκηση μετά από κάθε προεκλογικό αγώνα αναλάμβαναν ούτε λίγο ούτε πολύ ομάδες ανθρώπων που έτυχε να δείχνουν ζήλο για το έκαστο κόμμα, να ξεχωρίζουν στα μάτια των εκπροσώπων τους και την επομένη να διορίζονται αυτόματα.

Βέβαια τέτοιο φαινόμενο δεν παρατηρήθηκε μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία. Στο νεοσύστατο κράτος της Ελλάδας ήταν απλώς κάτι έντονο και αρκετά επικριτικό και ήταν κληρονομική συνήθεια που παρέμεινε στη χώρα από την περίοδο της διοίκησής της από τους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί Τούρκοι συνήθιζαν να επιβάλλουν τις νόρμες που χαρακτήριζαν την κουλτούρα τους κι επειδή πρόκειται για μία από τις ισχυρότερες αυτοκρατορίες, ανάλογη ήταν και η έκταση της επιβολής και της επίδρασής τους στις περιοχές που κατακτούσαν και διοικούσαν.

Η διάσταση που έχει το «μέσον» στην κοινωνία μας είναι τεράστια και είναι αντιστρόφως ανάλογη με τα ιδεώδη, τα θεμέλια και τις αξίες με τις οποίες μεγαλώσαμε. Σαν να λέμε πως ωραιοποιούσαν την κατάσταση μιλώντας μας για το δίκαιο, την εντιμότητα, τις ηθικές αξίες, την αμιγώς ανθρώπινη προσπάθεια για το καλύτερο και όταν ξαφνικά βρεθήκαμε στην πίστα της ζωής, μακριά από τη στήριξη και τη γνώριμη φωνή αυτών που μας μεγάλωσαν, είδαμε έναν κόσμο ζωγραφισμένο με σκοτεινότερες αποχρώσεις από αυτόν που φανταζόμασταν και μείναμε μετέωροι σε μια πραγματικότητα που μας έσπρωξε σε έναν άλλο εαυτό και μας έβγαλε απ’ τον «ζαχαρωμένο» λήθαργο στον οποίο βρισκόμασταν.

Συχνά όταν μπαίνει στο παιχνίδι το μέσον αναιρούνται οι προσπάθειες, οι στόχοι και τα όνειρα. Δε διαφέρει και πολύ το τότε με το τώρα. Άνθρωποι που κατανοούν δειλά δειλά τι εστί networking και επενδύουν σε συνανθρώπους τους με σκοπό τη «συμμαχία», τη δύναμη, την εξουσία, τις μελλοντικές θέσεις. Από τη στιγμή της γέννησής μας μέχρι και τον θάνατό μας «παλεύουμε» -άλλοι κυριολεκτικά κι άλλοι μεταφορικά- για μια επιβίωση που χαρακτηρίζεται από τύχη και σθένος και που είναι τόσο εφήμερη όσο ένα φρεσκοφυτεμένο άνθος. Τελικά μήπως ο κόσμος μας αλλάζει μονάχα επιφανειακά, ενώ στην ουσία όλα μένουν ίδια; Ομολογουμένως η στασιμότητα ήταν πάντοτε ένας παραμορφωμένος φόβος, ένας βολεμένος εχθρός…

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.