Λένε πως ο άνθρωπος και το κάθε έμβιο ον γεννιέται σαν ένας λευκός καμβάς ο οποίος σύμφωνα με τις προσωπικές εμπειρίες και το περιβάλλον του, εξελίσσεται. Τα προσωπικά βιώματα του κάθε ανθρώπου μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά για τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το πώς, το πότε και το γιατί ένας άνθρωπος αναπτύσσει το αίσθημα του μίσους και πέφτει στην παγίδα αυτού του ανθρώπινου πάθους. Ποια η στιγμή που σηματοδοτεί την αλλαγή και πώς καταφέρνουμε να αφεθούμε να μας παρασύρουν τόσο αρνητικά συναισθήματα; Η μεταλαμπάδευση του μίσους από γενιά σε γενιά έχει δυστυχώς ολέθρια αποτελέσματα που διευρύνονται σιγά-σιγά, όσο τροφοδοτούνται.

Όλοι έχουμε υπάρξει μάρτυρες συμπεριφορών και πράξεων που πολλές φορές αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε. Από κάπου όμως πρέπει να απορρέουν τα απεχθή αισθήματα προς ένα λαό του οποίου εκπροσώπους πιθανόν να μη γνωρίσαμε ποτέ, η αντιπάθεια και το κουτσομπολιό προς τον γείτονά μας με τον οποίο ενδεχομένως να μην έχουμε ανταλλάξει ούτε μία κουβέντα -αλλά για κάποιο λόγο μας ενοχλεί η παρουσία του- ή ο σχολικός εκφοβισμός, που πια έχει γίνει ένας ακόμη τίτλος στις μεσημεριανές ειδήσεις και πλέον ούτε που μας συγκινεί όταν τον ακούμε. Όλα αυτά τα συμβάντα συνθέτουν την κοινωνία μας, η οποία έχει κάνει αξιοσημείωτες προσπάθειες για να εκπολιτιστεί και να σβήσει τέτοιες συμπεριφορές. Είτε μέσα από τη συνεχή ενημέρωση, είτε προσπαθώντας να δαμάσει τις ίδιες τις πράξεις. Δεν κατάφερε ακόμη να κατανοήσει όμως πόσο μάταιες φαίνεται να είναι οι προσπάθειες αυτές. Σαν να ψεκάζεις μια κατσαρίδα με σπρέι για τα τζάμια. Λίγο την ενοχλείς, λίγο την αναγκάζεις να κρυφτεί, να την εξουδετερώσεις όμως δεν καταφέρνεις. Πάντα ξαναεμφανίζεται και συνήθως λιγάκι χειρότερη, με μεγαλύτερη αντοχή. Έτσι και το μίσος. Επιβιώνει κι ας μας έχει δείξει η ανθρώπινη ιστορία πως ποτέ δεν οδήγησε σε κάτι ωφέλιμο.

Εξ’ όσων φαίνεται, το μίσος, η απέχθεια, η αντιπάθεια, η αντιπαλότητα και όλες οι μεταλλάξεις τους, έχουν βασίσει όλες τις ελπίδες της επιβίωσής τους στον τρόπο που μεταφέρονται από τη μία γενιά στην άλλη. Όσο είμαστε παιδιά τα δύο πρότυπα τα οποία ακολουθούμε κι αποτελούν για εμάς «ήρωες» είναι οι γονείς μας, οπότε φυσικό είναι να πιστεύουμε πως ό,τι κάνουν κι όσα λένε είναι σωστά και πρέπει να τα ακολουθούμε. Είναι λυπηρό όμως να βλέπουμε «καμβάδες» να βάφονται με τα πιο σκούρα χρώματα. Να καθρεφτίζουν κάθε είδους προκαταλήψεις σε συνανθρώπους που από τύχη γεννήθηκαν είτε διαφορετικοί, είτε μερικά χιλιόμετρα μακριά, είτε χωρίς κάποια εφόδια που -έτυχε πάλι- να δοθούν απλόχερα σε εμάς.

Πόσο πια θα διαιωνίζουμε τέτοιες αντιλήψεις όταν έχουμε τόσα παραδείγματα γύρω μας που μας δείχνουν πως αυτή η στάση ποτέ δεν οδήγησε σε κάτι ευεργετικό για κανέναν; Πόσο πια θα παρασύρουμε τα παιδιά μας στο να ακολουθήσουν ένα μονόδρομο του οποίου η έννοια δίνεται με ακριβέστερη απόδοση στα αγγλικά ως “dead end”; Γιατί πρέπει να γεμίζουμε το μυαλό μας αντιλήψεις και στερεότυπα για ανθρώπους που δε γνωρίσαμε ποτέ; Και στην τελική, εάν οι σκέψεις μας έμεναν περιορισμένες σε κάποια σκοτεινή γωνία του κεφαλιού μας και δεν πασχίζαμε τόσο να τις περάσουμε και στους γύρω μας, τα πράγματα ίσως να ήταν όντως λίγο καλύτερα. Τέτοιες σκέψεις όμως έχουν την τάση να μοιάζουν στο μουντό φως μιας λάμπας φθορίου, που αντανακλά σε όποια επιφάνεια βρίσκει και κάνει τους πάντες και τα πάντα πιο ψυχρούς.

Μια μητέρα έχει αντιπαλότητα με την αδερφή της και δημιουργείται μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ανάμεσά τους, αναγκάζοντας τα παιδιά τους να βρεθούν στη μέση. Να πρέπει να πάρουν μέρος, κοιτώντας ξαφνικά τη θεία με μισό μάτι και τα ξαδέρφια τους σαν αντίπαλους. Γείτονες οι οποίοι μπορεί να έρθουν σε ρήξη κι ενώ τα παιδιά τους είναι οι καλύτεροι φίλοι, να αναγκάζονται να διακόψουν την αρμονική τους σχέση, χωρίς τα ίδια να καταλαβαίνουν τους λόγους. Γονείς, δάσκαλοι, ή άτομα με κάποια επιρροή, οι οποίοι βρισκόμενοι μπροστά σε ένα πρόβλημα ψάχνουν να βρουν τον υπαίτιο και όλως τυχαίως τον εντοπίζουν πάντα στο πρόσωπο ατόμων με κάποιες διαφορές από τους ίδιους. Είτε εκείνων που ανήκουν σε κάποια μακρινή χώρα, είτε σε κάποια γειτονική που στο μακρινό παρελθόν ίσως αποτελούσε κάποιου είδους απειλή, είτε σε όσους δείχνουν λίγο διαφορετικοί όταν τους κοιτάξεις, είτε είναι διαφορετικού ερωτικού προσανατολισμού, είτε για τον οποιονδήποτε άλλο γελοίο λόγο μπορεί να σκαρφιστεί ανθρώπινος νους. Και ξαφνικά οι άνθρωποι χωριζόμαστε σε κύκλους. Σε «εμείς» και «οι άλλοι». Και η κοινωνία καταλήγει σε μια αρένα μίσους, εμπάθειας και πικρίας, η οποία όλο λέμε πως θα διαλυθεί και όλο βρίσκει τρόπο να περνάει στις επόμενες γενιές. Και αν ρωτήσεις φυσικά γιατί αυτός ο διαχωρισμός, πέρα από το προφανές και τόσο επιφανειακό, κανείς δεν έχει να σου δώσει στα αλήθεια επιχείρημα. Είναι σαν να ακολουθούμε τυφλά μία επίπλαστη ιδεολογία, μία σκευωρία, μία συνωμοσία, ένα αέναο «διαίρει και βασίλευε» που μας σκουριάζει τα σωθικά και μας διαβρώνει την ψυχή. Ακολουθούμε αντιλήψεις με την ίδια λογική που ακολουθεί και το κουνούπι τη λάμπα που μέλει να το ψήσει.

Το μίσος είναι σαν μια αρρώστια της ψυχής που μας τρώει από μέσα και μας ρίχνει σε ένα σκοτάδι από το οποίο το φως έσβησε, επειδή ποτέ δεν μπήκαμε στον κόπο να ψάξουμε να βρούμε πού είναι ο διακόπτης και να τον κρατήσουμε αναμμένο. Από ένα σημείο της ζωής μας και μετά παίρνουμε την κατάσταση στα χέρια μας κι αποκτούμε -θέλω να πιστεύω- μια κάποια ανεπτυγμένη νοημοσύνη σύμφωνα με την οποία και καλούμαστε να δράσουμε στη ζωή και να αλληλεπιδρούμε με τους συνανθρώπους μας. Παίρνουμε εμείς τα πινέλα του καμβά και είναι στο χέρι μας το αν θα καθόμαστε να κοιτάμε τα γκρίζα που κάποιος άλλος ζωγράφισε, ή αν θα βάψουμε από πάνω με παχύρευστη μπογιά που μπορεί να καλύψει τα πάντα. Είναι αδιανόητο, ρε φίλε, να ζεις μέσα στο μίσος ξέροντας πως δεν είσαι τίποτα σε αυτήν τη γη παρά μόνο αυτό που αφήνεις πίσω σου, πέρα από αυτό που περνάς κι εσύ στις επόμενές σου γενιές μέσα από καθαρά δικές σου επιλογές.

Μία αλήθεια μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή κι αυτή είναι η ιδέα της ανυπαρξίας οποιαδήποτε στιγμή και ώρα. Είναι παράλληλα τόσο ελκυστικό να μη γνωρίζεις πότε τελειώνει η παραμονή σου εδώ γύρω, πότε λήγει η γήινη βίζα της ύπαρξής σου, αλλά και πάλι βλέπω γύρω μου Θεούς και δαίμονες να συνυπάρχουν και να νομίζουν πως ανήκουν σε κάτι ξεχωριστό πέρα από το προφανές και φοβάμαι. Περισσότερο βέβαια θα έπρεπε να μας τρομάζουν αυτοί που νομίζουν πως έχουν όντως λόγους να μισούν κι ας μην μπορούν ούτε οι ίδιοι να απαντήσουν στα περιβόητα «γιατί». Γελοίο είναι. Ίσως και να μισούν απλώς για να νιώθουν πως αισθάνονται -αφού έτσι έμαθαν να αισθάνονται από κάπου άλλου- και πάλι όμως στα χέρια τους πλέον ο καμβάς τους, δικές τους λοιπόν οι επιλογές τους. Κι επειδή είναι γνωστό πως οι άνθρωποι είμαστε αδύναμοι και δύσκολα ελέγχουμε τα ανεπτυγμένα ένστικτά μας, ψάξε τον τρόπο να τα μετριάσεις περνώντας λίγο περισσότερο χρόνο με τον εαυτό σου. Ίσως τελικά έτσι να δεις κατάματα αυτό που πραγματικά φοβάσαι, την πηγή του κακού.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη