Σας έχει τύχει αυτή η παρατεταμένη κι απροσδιόριστη ταχυπαλμία όταν είστε δίπλα στο αντικείμενο του πόθου σας; Κατακλυσμιαία αισθήματα που συνοδεύονται με σωματικό πόνο: ταχυπαλμία, σφίξιμο στο στομάχι, κόκκινα μάγουλα, παγωμένες παλάμες κι απεριόριστος φόβος. Όσο το μισούμε τη στιγμή εκείνη, τόσο το νοσταλγούμε όταν απουσιάζει. Ακούγεται κάπως μαζοχιστικό κι ίσως να είναι. Διότι ο σωματικός πόνος είναι πραγματικά συνταρακτικός, καθολικός, παρακαλούμε να εξαφανιστεί, να επανέλθουμε στους παλμούς μας αλλά παράλληλα μας ευχαριστεί με τρόπο πρωτόγνωρο.

Κι εκεί ακριβώς είναι που φερόμαστε διαφορετικά. Αλλοπρόσαλλα, αγχωτικά, αντικοινωνικά. Απορούμε πως εμείς χάνουμε τον έλεγχο τόσο εύκολα στην παρουσία ενός ανθρώπου. Μιλάμε περίεργα, κάνουμε ανεξέλεγκτες κινήσεις, μπουρδουκλώνουμε την σκέψη μας, κοιτάμε αγχωτικά και χαμένα. Δεν μπορούμε να εστιάσουμε ούτε το βλέμμα ούτε τα λόγια μας. Βασικό μας άγχος είναι το αν μας καταλάβει ο απέναντί μας. Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτό, το μόνο σίγουρο είναι πως μεταδίδουμε μια αμηχανία, αλλά δε γνωρίζω αν αντιλαμβάνεται την πηγή της ή το μέγεθός της.

Το ζήτημα είναι γιατί τόσο εύκολα μπορεί κάποιος να μας αποδιοργανώσει μόνο από την παρουσία του; Είναι τόσο απλό: Διότι ο «ψυχικός» μας νους αντιλαμβάνεται την ενδεχόμενη απειλή. Αυτή την απειλή που θα ξυπνήσει την κατευνασμένη ηρεμία μας. Αυτή για την οποία παλεύουμε και δεν θέλουμε με τίποτα να διαταράξουν. Αν αναλογιστούμε πόσοι άνθρωποι μάς περνούν αδιάφοροι, συμπληρώνουν ένα παζλ ομοιότητας που αν και μας καθησυχάζει, κατά βάθος ευελπιστούμε να διαταραχθεί το μοτίβο του για να μας δώσει ζωή, αφού οτιδήποτε μας βγάζει από τη νόρμα μας, είναι κι εκείνο που εν τέλει μας συγκινεί.

 

 

Τα έντονα συναισθήματα, λύπης ή χαράς μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε ζωντανοί, νιώθουμε τις αισθήσεις μας σαν κεραυνό που χτυπάει την αυτοκαθορισμένη ηρεμία μας. Ενδόμυχα σκηνοθετούμε τον «θάνατό» μας. Παρακαλάμε να έρθει ο μεγάλος έρωτας, ή ένας απλός, κι όταν έρθει συγχυζόμαστε. Είναι τόσο νομοτελειακά σχεδιασμένο που η προσπάθεια αποφυγής αυτού το συναισθήματος είναι σχεδόν αστεία. Φερόμαστε αμήχανα, αντικοινωνικά, σχεδόν απροσάρμοστα, διότι ο κάθε νέος άνθρωπος που ερωτευόμαστε μας δημιουργεί εντελώς καινούργια και πρωτόγνωρα συναισθήματα που πρέπει να πάρουμε τον χρόνο μας να καλωσορίσουμε. Μοιάζουν με τον προηγούμενο έρωτα, όμως ποτέ δεν είναι ίδια. Τον κάθε νέο έρωτα τον χαρακτηρίζει η παρθενογένεση των αισθήσεων, ακριβώς επειδή μιλάμε για μια εντελώς άλλη οντότητα κι εμπειρία.

Μας στερείται η δυνατότητα να λειτουργήσουμε όπως λειτουργούμε υπό νορμάλ συνθήκες. Δεν είναι θέμα επιλογής ή ελέγχου, είναι καθαρά σωματική αντίδραση. Όπως όταν πεινάμε ή νυστάζουμε. Είναι πέραν του ελέγχου μας κι όσο και να παλεύουμε για την καταστολή του μας υπερνικά και μας αφοπλίζει. Να σημειωθεί ότι όσο προσπαθούμε να το καταπνίξουμε τόσο το κάνουμε έκδηλο, ακριβώς επειδή είναι πιο βαθύ απ’ όσο νομίζουμε. Ο έρωτας αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης φύσης μας σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι περιορίσιμος.

Με μια πιο επιστημονική προσέγγιση θα μπορούσε να επεξηγηθεί ως μια ανθρώπινη εγκεφαλική αντίδραση ακριβώς επειδή οδηγεί στην αναπαραγωγή. Όντες ανθρώπινα όντα, με νοημοσύνη, δεν μπορούμε να αναπαραχθούμε απλώς με την ενστικτώδη ανάγκη, γι’ αυτό ο εγκέφαλός μας υποβάλλεται σε μια πιο συνθέτη διαδικασία, εκ της ανθρώπινης φύσεως. Σίγουρα, όταν το τοποθετούμε σε μια λογική σειρά βγάζει νόημα, αλλά εκείνη την ώρα, της επαφής, είμαστε ακατεύναστοι. Κι αυτή είναι η μαγεία. Όταν βρισκόμαστε μόνοι να μας λείπει αυτή η ταραχή. Να γνωρίζουμε έναν νέο, πιο παιδικό εαυτό μας, όταν βρίσκεται μαζί με κάποιον που έχουμε ερωτευτεί. Ακόμη κι αν μοιάζουμε σ’ εμάς, ασυνήθιστοι, περίεργοι, λιγομίλητοι ή υπέρ ομιλητικοί, αγχωμένοι, ντροπαλοί, εκδηλωτικοί, πρέπει να μας αφήσουμε να φανούμε έτσι ακριβώς. Όχι για τους άλλους. Αλλά για το δικό μας πρωτοφανές ξεγύμνωμα.

Είναι ένας άκρως αναζωογονητικός κι ασυνήθιστος τρόπος ν’ αγαπήσουμε την ίδια μας τη ζωή. Σαφώς η εκτίμηση γίνεται μετά, αφού έχουν πέσει οι παλμοί κι ο κόμπος στο στομάχι έχει υποχωρήσει. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν πρέπει να το φοβόμαστε ή να το αποφεύγουμε. Αυτό θα μοιάζει σαν τον μύθο του Σίσυφου, σαν ένα σκύλο που κυνηγά την ουρά του. Σαν έναν άνθρωπο που απαρνείται την ίδια του τη φύση. Γιατί αυτό κάνουμε όταν δεν (από)λαμβάνουμε το αίσθημα της ερωτικής έλξης.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαρία Στειακάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου