Ο Αριστοτέλης δούλευε σαν μεγαλοστέλεχος σε μια τράπεζα με ειδίκευση στον τομέα των δανείων.

Ήταν γύρω στα τριάντα πέντε και η ζωή του τα είχε δώσει όλα απλόχερα. Όμορφος με καλλίγραμμο σώμα και με σημαντικές σπουδές στο εξωτερικό.

Σπούδασε οικονομολόγος.  Ήταν η επιστήμη που αγαπούσε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Αρίστευσε και η πρόσληψή του ήταν σχεδόν δεδομένη όταν τέλειωσε τις σπουδές του.

Η οικονομία είναι μια ανθρωπιστική επιστήμη με αποτέλεσμα αυτά που σπούδασε πέρασαν και στον ψυχισμό του. Θεωρούσε πως η επιστήμη του θα μπορούσε να εκφραστεί και σαν ανθρώπινη συμπεριφορά.

Σε όλες του τις σχέσεις εφάρμοζε αυτά που είχε μάθει στο πανεπιστήμιο.

Ενώ δηλαδή θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς «καλό παιδί» που πάντα έτρεχε να βοηθήσει τους άλλους όταν είχαν ανάγκη, εκείνος μόνο δάνειζε και μάλιστα περίμενε την επιστροφή του δανείου με τόκο. Ήταν τόσο βαθιά η πεποίθησή του πως οι ανθρώπινες σχέσεις λειτουργούν μόνο με τραπεζικούς όρους, που πολλές φορές σκεφτόταν, πως όλος ο κόσμος του οφείλει, ακόμα και εκείνοι που ποτέ δεν τους είχε δώσει κάτι.

Δεν ήταν εγωισμός, ήταν ο τρόπος που είχε μάθει να σκέφτεται.

Κάθε σχέση του ήταν ένα υπολογισμός του τι θα δώσω και τι θα πάρω. Αν με συμφέρει ή όχι. Μόνο μετά από έναν τέτοιο υπολογισμό έκανε την καλή του πράξη. Στις περιπτώσεις δε που δεν του τα επέστρεφαν, πάλι ψυχρά σκεφτόταν πως ήταν μια κακή επένδυση.

Το ίδιο συνέβαινε και συναισθηματικά.

Όποτε γνώριζε μια κοπέλα ή έκανε έναν φίλο ένιωθε πως εκδίδει ένα συναισθηματικό δάνειο. Θεωρούσε πως επειδή προσφέρει χαρά ή ηδονή με την παρουσία του και με τις πράξεις του, θα έπρεπε αυτά να του επιστραφούν ανεξάρτητα αν ήθελε ο άλλος ή όχι, ή αν μπορούσε ή αν είχε. Ήταν απλώς υποχρεωμένοι.

Θύμωνε, γινόταν έξαλλος όταν αυτή η συμφωνία δεν τηρούνταν. Δεν μπορούσε να το καταλάβει ακόμα και όταν πίστευε πως ήταν ερωτευμένος. Αν ο έρωτας που του επιστρεφόταν δεν ήταν όπως εκείνος τον είχε δανείσει ή όπως τον είχε φανταστεί, τότε γινόταν απειλητικός και επιθετικός διεκδικώντας σαν τραπεζίτης τα οφειλόμενα.

Και βέβαια όλοι μετά από λίγο καιρό έφευγαν από κοντά του χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει το γιατί.

«Αφού τους έδωσα τόσα πράγματα, τους βοήθησα να ξεπεράσουν ένα πρόβλημα, τους πρόσφερα τόση ηδονή και χαρά, γιατί φεύγουν;» Αναρωτιόταν τις μεγάλες νύχτες της μοναξιάς του.

Όλα αυτά μέχρι που γνώρισε τη Λένα.

Συνάδελφός του στην τράπεζα, όμορφη και έξυπνη κοπέλα, οικονομολόγος και εκείνη. Τον ερωτεύτηκε αμέσως.

Η Λένα κατάλαβε αμέσως το πρόβλημά του και επειδή τον ήθελε πολύ έκανε υπομονή και του συμπεριφερόταν όπως ήθελε.

Ο Αριστοτέλης ένοιωθε πως δικαιώθηκε επί τέλους, βρήκε έναν άνθρωπο που θεωρούσε σωστό την επιστροφή του δανείου που της έδινε.

Το πρώτο καμπανάκι για το λάθος στη συμπεριφορά του χτύπησε όταν αρρώστησε βαριά η μάνα του. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπορούσε να διεκδικήσει την προσφορά του και την φροντίδα του για εκείνη. Όχι πως δεν ήθελε, αλλά η μάνα ήταν εντελώς ανήμπορη να το κάνει όπως θα έκανε παλιά.

Λίγο καιρό μετά πέθανε αφήνοντάς του μια χαραμάδα στη σκέψη του πως μπορεί και να μην είναι έτσι όπως βαθιά πίστευε για τις ανθρώπινες  σχέσεις.

Αλλά για πολύ λίγο. Μόλις μετά από λίγους μήνες που κατάφερε να ξεπεράσει το βαρύ του πένθος συνέχισε τα ίδια. Πιο δυνατά μάλιστα τώρα που δεν ήταν μόνος, τώρα που είχε τη Λένα του.

Μέχρι που ένα βράδυ όπως έπιναν το ποτό τους στο σαλόνι του ανακοίνωσε πως θα γίνει πατέρας.

Τρελάθηκε από τη χαρά του, χοροπηδούσε σα μικρό παιδί, φώναζε και την αγκάλιαζε δυνατά.

Μια σκιά όμως συνέχιζε να υπάρχει στο μυαλό του.

Πώς θα γίνει τώρα, σκεφτόταν, με τη Λένα όλα γίνονται με ανταπόδοση ακόμα και τα έξοδά της τα πλήρωνε στο ακέραιο. Την αγάπη του και τα έξοδα του παιδιού ποιος θα του τα επιστρέψει;

Απάντηση δεν έβρισκε αλλά ήταν τόσο δυνατά τα υπόλοιπα συναισθήματα, όπως όλων των αρσενικών όταν μένει έγκυος η γυναίκα τους, που το έβαζε στην άκρη.

Μεγάλη μέρα. Γεννήθηκε η κόρη του. Του την έφεραν και την κράτησε πρώτη φορά.

Ένα κρακ έκανε στη ψυχή του μέσα μόλις αντίκρισε το αγγελούδι.

Δυνατά συναισθήματα χαράς αλλά και λύπης τον κυρίευσαν.

Τη χαρά την καταλάβαινε, τη λύπη όμως δεν μπορούσε να την ερμηνεύσει. Όταν πήγε σπίτι μετά το μαιευτήριο η λύπη έγινε μια τεράστια ντροπή.

Ντροπή που σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ζητήσει οτιδήποτε σαν επιστροφή από αυτό το ανήμπορο πλασματάκι που έφερε στη ζωή.

Η ντροπή μετατράπηκε σε ενοχή, μεγάλη ενοχή, όταν σκέφτηκε πως από όλους εκείνους που απαιτούσε την επιστροφή όσων τους έδωσε, θα μπορούσαν να είναι ανήμποροι όπως το παιδί του.

Τρόμαξε πολύ με τον εαυτό του. Κατάλαβε πως χρησιμοποίησε την ανάγκη τους για να είναι υποχρεωμένοι απέναντί του.

Στη ζωή του μπήκε για πρώτη φορά η έννοια δωρίζω, χαρίζω, προσφέρω λέξεις άγνωστες για εκείνον μέχρι τότε.

Μια τεράστια χαρά τον συνεπήρε. Χαρά γιατί ένιωσε ικανός να δώσει για πρώτη φορά χωρίς να περιμένει να του επιστρέψουν τίποτα, όπως θα έκανε με το παιδί του.

Την εβδομάδα που πέρασε μέχρι να επιστρέψει από στο σπίτι η γυναίκα και το παιδί του προσπάθησε να επανορθώσει όσο μπορούσε.

Άλλους τους πήρε και τους ευχαρίστησε που τον έκαναν χαρούμενο και μόνο που υπήρχαν στη ζωή του.

Άλλους πως δεν θέλει πίσω τα χρήματα που τους δάνεισε γιατί δεν τα είχε ανάγκη.

Μόνος πάνω στο μνήμα της μάνας του με λίγα λουλούδια στα χέρια της ζητούσε συγγνώμη που τόλμησε να σκεφτεί πως του οφείλει στις δύσκολες ώρες της.

Αυτό τον ησύχασε, σαν να την ένιωσε να τον συγχωρεί και ανακουφίστηκε.

Έφυγε από πάνω του ένα βάρος. Αυτό της διαρκούς αναμονής της ανταπόδοσης.

Η Λένα το κατάλαβε αμέσως μόλις τον είδε. Την περίμενε αυτή τη στιγμή από τότε που τον γνώρισε αλλά δεν ήξερε πώς να του το μεταδώσει.

Ήξερε όμως η ζωή.

Με το ζόρι τον κρατάει πια η Λένα να μην τα δώσει όλα, πρέπει να του μάθει τώρα τα όρια.

Μάλλον όχι εκείνη αλλά η κόρη του που του έμαθε πως το να δίνει κανείς είναι η χαρά, όχι να παίρνει έστω και αν είναι χρωστούμενα.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γλαύκος