Η Άννα ποτέ δεν περίμενε την περίοδο των Χριστουγέννων για να ξεκουραστεί.

Το ανθοπωλείο σήμαινε αυτόματα υπερωρίες σε κάθε αργία. Έτσι κι εκείνη την Παραμονή, δυο-τρία χρόνια πριν, γύρισε στο διαμέρισμά της με δύναμη που έφτανε ίσα-ίσα για να βάλει τα λαμπάκια του δέντρου στην πρίζα και να πέσει στον καναπέ.

Πάνω που ήταν έτοιμη να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, τινάχτηκε από τον ήχο κλήσης του κινητού. «Ναι ρε Άκη, κοιμόμουν. Τι τι κάνω; Προσπαθώ να ξεκουραστώ, ξέρεις τα ωράριά μου και πάλι παίρνεις τηλέφωνο. Άσε με να ηρεμήσω και θα κανονίσουμε γι’ απόψε. Όχι, να μη μου φέρεις τίποτα να φάω, θα συναντηθούμε απ’ ευθείας έξω, φιλιά».

Με τον Άκη ήταν μαζί τους τελευταίους 8 μήνες. «Άκη» από το άχαρο ανθρωπάκι. Δε μπορούσε να προσδιορίσει τι της άρεσε πάνω του αρχικά. Ίσως αυτή η ουδετερότητά του σε όλα και η μόνιμη διαθεσιμότητα. Χατίρι δεν της χαλούσε. Όταν δεν ήταν μαζί, δεν παρέλειπε να της τηλεφωνεί ρωτώντας αν χρειάζεται κάτι. Κι αυτό είχε αρχίσει να της τη σπάει και να την πνίγει. Ξάπλωσε και προσπάθησε να χαλαρώσει, κοιτάζοντας την ρυθμική αντανάκλαση του φωτός από τα λαμπάκια στον τοίχο.

Οι σκιές άρχισαν να αλλοιώνονται και να παίρνουν μια γνώριμη, ανθρώπινη μορφή, η οποία ξεπετάχτηκε από τον τοίχο και τη σκούντηξε στον ώμο. «Πάμε μια βόλτα», είπε αφήνοντάς την άναυδη και αμέσως το σκηνικό γύρω τους άλλαξε. Η Άννα βρέθηκε να βλέπει τον εαυτό της φορώντας ένα βραδινό φόρεμα, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί και περιμένοντας ανυπόμονα κοντά στην παρέα της. Το μέρος της φαινόταν  γνωστό. «Καλά κατάλαβες», πετάχτηκε ξανά η σκιά. «Είναι τα περσινά Χριστούγεννα κι εγώ το πνεύμα τους. Κοίτα». Αλαφιασμένη, έβλεπε τα γεγονότα να εκτυλίσσονται μπροστά της σαν ταινία, με εκείνη πρωταγωνίστρια. Ο Σταύρος, ο πρώην της, εμφανίστηκε τρέχοντας, έβγαλε το σακάκι του και τη φίλησε.

«Συγγνώμη μωρό που άργησα, είχα μέχρι τώρα ασθενείς στο ιατρείο».

«Άσε μας ρε Σταύρο, ακόμα και Χριστουγεννιάτικα δουλειά. Δε μπορούσαν να το αφήσουν για άλλη μέρα; Πρέπει πάντα να στέκομαι σαν ξυλάγγουρο για να σε περιμένω; Ξενέρωσα, φεύγω, να περάσεις Χριστούγεννα με τους ασθενείς και τη δουλειά σου».

Τινάχτηκε αλαφιασμένη. Ήταν ακόμα στον καναπέ, με τα ρούχα της δουλειάς. «Έχω αρχίσει να το χάνω», σκέφτηκε. Περπάτησε νωχελικά προς την κουζίνα και με μηχανικές κινήσεις έψαξε τον καφέ και το γκαζάκι. Η φλόγα φώτισε το σχεδόν σκοτεινό χώρο και άρχισε να ξεπετάγεται ασυνήθιστα μακριά. Ένα πύρινο πλάσμα έκανε την εμφάνισή του στην κουζίνα. Η Άννα πάγωσε και προσπάθησε να μιλήσει, αλλά κάτι σε τραύλισμα βγήκε μόνο από το στόμα της.

«Έλα τώρα που τρόμαξες», κάγχασε το πλάσμα. «Λες και δε μας συνήθισες ακόμα».

«Τ…Τι είσαι εσύ;»

«Είσαι αρκετά εύστροφη για να καταλάβεις πως είμαι το πνεύμα των φετινών Χριστουγέννων. Με προσβάλλεις. Δεν τρόμαξες με τον αδερφό μου, αλλά μαζί μου; Ανέχτηκες τον άσχημο και όχι εμένα;»

«Σαν πολύ ψηλά δεν έχεις πάρει τον αμανέ, πνεύμα;»

«Γιατί, διαφέρω σε τίποτα από εσένα φέτος; Ας αφήσουμε την πολυλογία όμως. Το τριπάκι το ξέρεις, έλα μαζί μου».

Το σκηνικό άλλαξε για ακόμα μια φορά και μεταφέρθηκαν σε ένα μπαράκι της Μαβίλη.

Η Άννα στεκόταν και πάλι εκεί, καλοντυμένη και με ύφος σαράντα καρδινάλιων. Κουβέντιαζε και χαζογελούσε με το συνεργαζόμενο γεωπόνο του ανθοπωλείου, ενώ ο Άκης προσπαθούσε να κερδίσει την προσοχή της και να μπει στη συζήτηση.

Είδε τον εαυτό της να γυρνάει στον Άκη με ένα ύφος σνομπ από την κορυφή ως τα νύχια.
«Τι θες ρε Άκη επιτέλους; Δε βλέπεις ότι συζητάω για σοβαρά πράγματα εδώ; Μάθε να ξεχωρίζεις τις ώρες επιτέλους.»

«Και μετά μου μιλάς εμένα για ματαιοδοξία», είπε το πνεύμα σαρκαστικά και εξαφανίστηκε, αφήνοντάς τη μπροστά στο γκαζάκι, με τον καφέ έτοιμο να χυθεί.

Τον έβαλε στο φλυτζάνι και έφτασε τρέμοντας μέχρι το σαλόνι. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Περσινά, φετινά Χριστούγεννα. Είχε και συνέχεια το θέατρο του παραλόγου; Άρχισε να κρυώνει και ένα ρεύμα κρύου αέρα τη διαπέρασε. Παραξενεύτηκε. Δεν είχε αφήσει τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Μια σχεδόν διάφανη ύπαρξη, σκελετωμένη και μίζερη εμφανίστηκε μπροστά της. Δεν της μίλησε, απλά έτεινε με το χέρι της προς τα αριστερά. Φοβήθηκε να κοιτάξει, αλλά το ύφος του πλάσματος δεν της άφηνε άλλη εναλλακτική.

«Το πνεύμα τον επόμενων Χριστουγέννων», σκέφτηκε με τρόμο, ο οποίος πολλαπλασιάστηκε, όταν είδε τον εαυτό της σε μια άγνωστη γκαρσονιέρα με κούτες ολόγυρα. Εκείνη καθόταν στο τραπέζι και προσπαθούσε να κάνει υπολογισμούς σε μια στοίβα από χαρτιά. Τα χρέη δεν έλεγαν να μειωθούν, το ανθοπωλείο είχε κλείσει και αναγκάστηκε να πουλήσει το διαμέρισμά της και να μείνει στην τρώγλη. Η οθόνη του κινητού αναβόσβησε.

«Αχ, ο Άκης», σκέφτηκε. Δεν έκανε λάθος. Το περιεχόμενο του μηνύματος όμως ήταν διαφορετικό από αυτό που περίμενε. «Δεν πας στο διάολο Χριστουγεννιάτικα, σκύλα;». Και δυστυχώς, δεν ήταν το μοναδικό τέτοιου είδους.

Έβαλε τα κλάματα, έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες και φώναξε.

«Πάρε με απο εδώ πνευμα!»

Ξύπνησε ιδρωμένη. Κοίταξε τριγύρω της, βρισκόταν ακόμη στο διαμέρισμα. Το τελευταίο μήνυμα ήταν και πάλι από τον Άκη, που απλά έλεγε πως η Τόνια και ο Μενέλαος ακύρωσαν το σημερινό ρεβεγιόν. Άρπαξε τη συσκευή και του τηλεφώνησε.

«Άσε το ρεβεγιόν, παίρνω ένα μπουκάλι κρασί και πάμε Λυκαβηττό. Καλά Χριστούγεννα αγάπη μου!»

 

Συντάκτης: Τίνα Μπαρμπάτσαλου