Η μπουνιά από το χέρι του Κώστα έφυγε αυθόρμητα και το ουρλιαχτό του πόνου μαζί με τα αίματα σκίσαν τη σιωπή που είχε προηγηθεί.

Ήταν κουμπάροι και φίλοι εδώ και πέντε χρόνια. Τον Πέτρο τον είχε παντρέψει ο Κώστας και από τότε τα δυο ζευγάρια είχαν γίνει αχώριστοι. Είχαν από ένα παιδί ο καθένας και όλα έδειχναν πως τίποτε δεν θα μπορούσε να χαλάσει μια τέτοια φιλία.

Όταν ξέφευγαν από τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις τους άρεσε πολύ να πηγαίνουν μόνοι τους στο γήπεδο αλλά και για ψάρεμα. Με μια μικρή βάρκα που είχε ο Κώστας πήγαιναν τα καλοκαίρια στα ακατοίκητα νησάκια του Σαρωνικού. Ξεκινούσαν νωρίς και γύριζαν το βράδυ.

Εκεί, ανάμεσα στο ποτό και στο γυμνισμό αναπτύχθηκε ο έρωτάς τους. Τρελός έρωτας. Έφτασαν στο σημείο να μην ψαρεύουν καθόλου και να πηγαίνουν αγορασμένα ψάρια στο σπίτι για να έχουν όλο και περισσότερο χρόνο ν’ απολαμβάνουν ο ένας τον άλλον.

Ο πρώτος χρόνος πήγε καλά. Στο δεύτερο χρόνο ο Κώστας άρχισε να δείχνει τον πραγματικό του εαυτό.

Έγινε πολύ κτητικός, ζήλευε αφόρητα τον Πέτρο. Δεν τον άφηνε να βγαίνει από το σπίτι, τον υποχρέωσε να μένει μόνο με τη γυναίκα του.

Ποτέ δεν υπάρχει ισότητα στον έρωτα μεταξύ δυο αρσενικών. Είναι μια διαρκής πάλη κυριαρχίας. Όπως με τα κοκόρια. Πάλεψε πολύ ο Κώστας αλλά το έχασε το παιχνίδι. Πιο έξυπνος ο Πέτρος μπόρεσε να τον χειριστεί και ο Κώστας παραδόθηκε.

Όταν ο αντίπαλος σε δει παραδομένο δεν σταματάει, θέλει να νοιώσει πιο δυνατός.

Οι απαιτήσεις του έγιναν αφόρητες. Δεν ήθελε να κάνει σεξ με τη γυναίκα του, δεν ήθελε να τον αγγίζει κανένας άλλος.

Τον ανάγκασε τελικά να χωρίσει, να νοικιάσει ένα διαμέρισμα μακριά από τη γειτονιά του και τον περιμένει τις λίγες ώρες που θα έφευγε σκαστός από τη γυναίκα του να τον δει.

Αυτός που θα νοιώσει παραδομένος, απλά το βουλώνει για λίγο και γεμίζει θυμό. Θυμό που κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνει η έκρηξη, πότε θ’ απασφαλίσει. Κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η τελευταία σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι.

Αυτή η σταγόνα ήταν όταν του ζήτησε να μην βλέπει το παιδί του για να έχουν περισσότερο χρόνο.

Θόλωσε ο Κώστας. Ήταν το όριό του.

Όταν αφήσεις τον άλλον να πειράξει το πρώτο σου όριο, δε θα σταματήσει πουθενά. Θα προσπαθεί συνέχεια να καταπατήσει το επόμενο, αναζητώντας ένα διαρκές τρόπαιο νίκης.

Ο έρωτας του Κώστα άρχισε να μετατρέπεται σε πνιγμό, σε μια μόνιμη ανάγκη για αέρα.

Ο Πέτρος ούτε που καταλάβαινε, ούτε ήθελε να σκεφτεί πως ίσως αντιδράσει.

Η εσωτερική σύγκρουση δυο τόσο μεγάλων δυνάμεων, του έρωτα και της αξιοπρέπειας, πάντα φέρνει τραγωδίες.

Είναι δυο ασυμβίβαστες επιθυμίες, δεν μπορούν να συνυπάρξουν αν δεν υπάρχει ισότητα. Αν νιώθεις ριγμένος.

Εκείνο το απόγευμα έπεσε ξύλο στο μικρό διαμέρισμα. Αλλά το ξύλο το έφαγε ο Πέτρος.

Αν δεν περιμένεις επίθεση όση ώρα σε δέρνουν απλά κοιτάζεις άφωνος αυτό που συμβαίνει.

Ποτέ μην είσαι απόλυτα βέβαιος πως κάποιον που τον έχεις του χεριού σου δεν θ’ αντιδράσει. Θα είσαι τυχερός αν γίνει γρήγορα, όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ θα σε πονέσει η αντίδρασή του.

Μπήκες χωρίς να ρωτήσεις στα περιφραγμένα χωράφια της ψυχής του ρίχνοντας τα σύρματα; Είναι θέμα χρόνου να δεις μπροστά σου τα μαντρόσκυλα του είναι του, να σε κατασπαράξουν. Όλοι έχουν τέτοιους φύλακες, εσύ πάνω στο θρόνο σου δεν τα έβλεπες.

Η συναισθηματική απληστία δείχνει άνθρωπο πεινασμένο, άνθρωπο που προσπαθεί να χορτάσει τρώγοντας τις σάρκες και την ψυχή του άλλου. Άνθρωπο που είναι ανίκανος να βρει μέσα του δύναμη. Αυτός ο άνθρωπος δεν χορταίνει ποτέ γιατί μόνο μέσα μας είναι η πραγματική τροφή.

Μόνο όποτε καταφέρνει να την κλέψει από κάποιον νοιώθει πως μπορεί να υπάρξει. Κλέφτης, ληστής ψυχών και ζωών είναι, τίποτε άλλο. Για λύπηση μόνο, αλλά τους κλέφτες αν δεν τους δικάσεις και δεν τους καταδικάσεις πάντα κάτι δικό σου θα λείπει.

Εκεί είχε φτάσει ο Κώστας. Δεν του είχε απομείνει τίποτε άλλο εκτός από την αγάπη για το παιδί του. Την τελευταία του ψυχική τροφή. Αυτήν πήγε να κλέψει ο Πέτρος θεωρώντας πως την δικαιούται.

Δεν του αρκούσε που παράτησε όλη τη ζωή του, την οικογένειά του για πάρτη του. Όχι. Τα ήθελε όλα.

Αυτός που τα θέλει όλα από σένα στην ουσία δεν θέλει να υπάρχεις καν. Όχι να υπάρχεις όπως θα ήθελε, ούτε αυτό του αρκεί. Άλλωστε το είχε καταφέρει. Ο αρρωστημένος αντρισμός του τον καθοδηγούσε, και αργά ή γρήγορα θα τον έφτανε στα άκρα. Και η ώρα ήρθε. Η χύτρα απασφάλισε.

Μέχρι τώρα περίμενε ο Κώστας, ήλπιζε, ευχόταν πως η ζωή, αλλά και όσα του έδωσε, θα του αρκούσε για να τον έχει κοντά του. Πως η ζωή μόνη της θα τον έκανε ν’ αλλάξει. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως η ζωή είναι αυτός. Δεν είναι κάτι μέσα στη φαντασία του.

Ζούσε μέσα σ’ έναν ακήρυχτο πόλεμο. Είναι ο πιο ύπουλος γιατί δεν είναι ξεκάθαρος ο εχθρός.

Είχε πάρει ο εχθρός τη μορφή του έρωτα, της αρρωστημένης προσκόλλησης, της ανάγκης για συναισθηματική ένταση μέσα από την αόρατη βία. Τη βία που επειδή δεν γινόταν αντιληπτή από τις αισθήσεις, δεν μπορούσε να της δώσει όνομα.

Όση ώρα τον χτυπούσε ένοιωσε επιτέλους πως κάνει αντεπίθεση.

Πολλές μάχες δίνονται με σχέδιο και κερδίζονται.

Σε πολλές επίσης πιστεύουμε πως δεν υπάρχει σχέδιο. Λάθος. Η μάχη από μόνη της είναι το πιο τέλειο σχέδιο. Δεν χρειάζονται τεχνικές γιατί ποτέ δεν ξεκινάει μια επίθεση ξαφνικά.

Τα σχέδια ωριμάζουν πολύ καιρό μέσα σου και την ώρα της μάχης ξεδιπλώνονται σαν να την περίμεναν.

Ο Κώστας έφυγε από το διαμέρισμα ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον Πέτρο. Μόνο απορία υπήρχε στο βλέμμα του ηλίθιου.

Πρώτη φορά ένοιωσε πως μπορούσε ν’ ανασάνει.

Πήγε πήρε το παιδί του για να περάσουν μαζί το διήμερο.

Δεν τον ξαναείδε ποτέ.

 

 

Συντάκτης: Γιώργος Γλαύκος