Το κοντέρ δείχνει εβδομήντα χιλιόμετρα και η επαρχιακή οδός έχει πρόσφατα διαπλατυνθεί και πλέον φιλοξενεί δύο λωρίδες. Στο ραδιόφωνο κάτι από Πρωτοψάλτη, στα ακουστικά μου No Doubt. 

Εκείνη του γκρινιάζει για την ταχύτητα, αυτός αλλάζει κουβέντα περιπαιχτικά.

Αύριο είναι Δευτέρα και σήμερα έχει συννεφιά. Θα σχολάσω στις δύο και θα κοιμηθώ μιάμιση ώρα το απόγευμα με τα παντζούρια κλειστά. Θα ξυπνήσω και έξω θα σκοτεινιάζει. Παραδόξως αυτή η σκέψη όχι μόνο δε με μελαγχολεί, αλλά με ενθουσιάζει.

Σήμερα όμως, δεν περνά η ώρα με τίποτα. 

Το απόγευμα της Κυριακής είναι πιο νοσταλγικό και από γλυκό νεράντζι. 

Εφημερίδες, κοτόπουλα λεμονάτα στο φούρνο, λουλούδια ή κουλουράκια στο τραπέζι. Τα παιδιά γυροφέρνουν στη φούστα της μάνας τους, η γιαγιά διατάζει να υψώσουν τον ήχο της τηλεόρασης.

Οι πατεράδες σε μια γωνιά παίζουν τάβλι, βλαστημούν τα ζάρια, χύνουν τους καφέδες στο χαλί. 

Εσύ χαζεύεις από το παράθυρο. Λες, θα μεγαλώσεις και θα δώσεις στις Κυριακές σου το χρώμα το δικό σου. Και προσπαθείς. Αλλά είναι τόσο καλοβαμμένη που όσα χέρια και αν της περνάς από πάνω, το γκρι δε σβήνει. Ξεφλουδίζει, ξερνά και φουσκώνει, αλλά δε χρωματίζεται.

Η μελαγχολία της Κυριακής, είναι ίσως η πιο απολαυστική μαζοχιστική παγίδα στην οποία έχει πέσει το ανθρώπινο γένος. 

Σε πονά, αλλά σου αρέσει. Σε στήνει στο απόσπασμα και διατάζει αυτοκριτική, τη στιγμή που θες να διώξεις με μία τις σκέψεις και να αφοσιωθείς στην εφημερίδα, το βιβλίο, τον καφέ σου.

Δε σ’αφήνει να ησυχάσεις. Φταίει ο ήλιος. Φταίει που το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής έχει άλλη όψη. Σε παίρνει το πορτοκαλί μαζί του και σε σηκώνει. Σε κάνει χίλια κομμάτια και σε αφήνει να εκλιπαρείς για βοήθεια, κάπου στο μωβ του ορίζοντα.

Κάποιοι λέει γλυτώσανε από τη μελαγχολία της.

Κρυφτήκανε πίσω από έκτακτα ωράρια και χαρτούρα του γραφείου. Άλλοι λένε πήραν χάπια για να κοιμηθούν και να ξυπνήσουν τη Δευτέρα. Οι πιο ευφάνταστοι τη ‘σβήσαν από τα ημερολόγια και τώρα λέει χαίρονται δυο Σάββατα στη σειρά.

Καταλήγω ότι τελικά το μυστικό ίσως κρύβεται στον τρόπο που έχεις σχεδιάσει τις μέρες στο μυαλό σου. Άλλοι τις έχουν απλώσει σε ένα νοητό χάρακα, με απόσταση εκατοστών μεταξύ τους, στην ευθεία της ουδετερότητας. Άλλοι σε κύκλο, χωρίς αρχή και τέλος. 

Εγώ τις φανταζόμουν ανέκαθεν σα λόφο. Και η Κυριακή είναι η κορυφή του. Η μοναξιά στην κορυφή του λόφου είναι ανυπόφορη και πόσο μάλλον όταν ξέρεις οτι σε περιμένει ο κόπος της κατάβασης.

Σαν ένα ταξίδι που με τον ενθουσιασμό του σε οδηγεί στον προορισμό κι από εκεί πρέπει μετά εξαντλημένος και καθόλου χορτασμένος, να γυρίσεις σπίτι, γιατί αύριο είναι Δευτέρα και η ζωή παύει να είναι ανέμελη.

Η όψη της Εθνικής Οδού την ώρα που ανάβουν τα φώτα, η στροφή που κάνει το αεροσκάφος αργά το απόγευμα λίγο πάνω από το Σούνιο για να κατευθυνθεί στο Βενιζέλος, τα κουλουράκια που ξέχασες να πάρεις και μείνανε στον πάγκο της γιαγιάς. Και χρόνια αργότερα, η απουσία της γιαγιάς, να στοιχείωνει τις Κυριακές σου.

Οι Κυριακές  στεναχωρούν γιατί είναι οι μικρές Πρωτοχρονιές ανά έξι μέρες, στη ζωή μας. Κάτι αρχίζει, κάτι τελειώνει κι εσύ πρέπει να λογοδοτήσεις στον εαυτό σου. Τι κράτησες, τι άφησες, τι πέτυχες, τι έκανες σκατά. Είναι ο προσωπικός κριτής μας και η συμβουλή της μάνας μας, να κοιμηθούμε νωρίς. 

Δέκα χρόνια τώρα που ξεμπέρδεψα με πρωινά διαβάσματα και σχολικές αίθουσες διδασκαλίας, δε νοστάλγησα ποτέ ούτε τους συμμαθητάδες, ούτε τα προαύλια.

Κάθε Κυριακή απόγευμα με βρίσκει ακόμη να νοσταλγώ τα ίδια ακριβώς που νοσταλγούσα τότε κι ας μην τα είχα ζήσει κι ας μην τα έχω ζήσει ακόμα.

Ένας καφές σε μια πλατεία. Ένα ζευγάρι μπροστά μου να χορεύει βαλς. Ο ήλιος δύει σε μια γωνία κι αύριο ξημερώνει Σάββατο.

Καλή μας βδομάδα! 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά