Έχει μεγάλη σημασία πώς λες την ιστορία σου. Αυτό το αφήγημα που φέρεις στη συνείδησή σου για σένα, όσα σε περιβάλλουν, τον κόσμο, την αλήθεια σου. Αυτό το μονόλογο που καθημερινά κάνεις στο ντουζ, στο κρεβάτι, στο ασανσέρ, στο αυτοκίνητο, σε κάθε βήμα και στιγμή σου κι αυτό το ίδιο που παρουσιάζεις όταν συστήνεσαι, όταν αφήνεσαι, όταν ερωτεύεσαι, όταν προσπαθείς να σου συμβεί, όταν θες να προκαλέσεις έρωτα σε άλλους, όταν κάτι θες να κερδίσεις, όταν κάτι θες ν’ αφοπλίσεις, όταν ψάχνεις τρόπους να δικαιολογήσεις, όταν σ’ ενδιαφέρει να κυριαρχήσεις ή όταν ποθείς να κυριαρχηθείς, να νικηθείς, εν τέλει να παραδοθείς.
Θα ‘ταν αφελές να σταθούμε μονάχα στις εντυπώσεις των άλλων, έτσι κι αλλιώς κι εκείνοι βρίσκονται σε μια ανάλογη αέναη αφήγηση και μέσα απ’ το πρίσμα τους μεταφράζουν τη δική σου και αρκετές φορές ίσως και να λαθάνουν. Μια παρεξήγηση αθέλητη, αν αγνοία τους.
Τι γίνεται όμως την άλλη παρεξήγηση;
Έχει μεγάλη σημασία πώς λες την ιστορία σου γιατί η ιστορία σου είναι ακριβώς ο τρόπος που επιλέγεις να (σου) την πεις. Είσαι θύμα των περιστάσεων, τράγος αποδιοπομπαίος, μουντζωμένος απ’ το Θεό κατά τη γέννησή σου. Είσαι εκείνος που όλοι επιβουλεύονται, είσαι εκείνος που φοβούνται και δέχονται παθητικά κάθε απόφαση κι εντολή του, είσαι κάποιος που φτιάχτηκες για να θριαμβεύσεις, είσαι το αγαπημένο παιδί της μάνας, της δασκάλας, της ψυχοθεραπέυτριας, είσαι το πυρ και το ύδωρ, είσαι μια σκιά στους τοίχους του κέντρου μιας μεγαλούπολης, είσαι χαμένος μες στο πλήθος περπατάς και κοιτάς τα κορδόνια ή την αντανάκλαση του ειδώλου σου στις βιτρίνες.
Κάνεις το σταυρό σου διασχίζοντας μια εκκλησία με την ευχή να σε προσέξει κάποιος ή να μην ασχοληθεί κανείς μαζί σου; Χαμογελάς στο φοιτητή που θα φέρει τον καφέ σου από συμπάθεια ή υπεροψία; Είσαι αυτός που φαντασιώνεσαι ότι είσαι ή αυτός που τα τεκμήρια δείχνουν ότι είσαι; Και τι ξέρουν τέλος πάντων τα τεκμήρια περισσότερο από σένα;
Ξυπνάς άλλοτε ντοπαρισμένος, καβλωμένος που έχεις τόσα ερεθίσματα να σε κερνάνε αδρεναλίνη ή γαλήνη, λες κοίτα μια ωραία μέρα θα την αδράξω. Λες κοίτα ένας ωραίος κόσμος θα τον αδράξω. Κι άλλοτε η αδρεναλίνη είναι γραβάτα που στενεύει, η γαλήνη ανία, βαριέσαι, Θεέ μου πόσο βαριέσαι! Δέκα κιλά η κάθε πατούσα, τυλίξου με το πάπλωμα, κι αύριο μέρα είναι θ’ αδράξεις εκείνη.
Αναίτιες αλλαγές στη διάθεση θα πουν. Τρέξιμο, διαλογισμός, πάμε για ποτάρες, χτυπήσου στο γυμναστήριο, να παίξουμε ένα 50αρικο στον Ολυμπιακό, να κάνουμε ένα εξτρίμ σπορ, να κάνουμε κάτι εξτρίμ. Κάτι εξτρίμ για να νιώσεις ότι ζεις, να δικαιολογήσεις την ύπαρξη, να μη λογοδοτήσεις κάποτε στον εαυτό για το πώς ξόδεψες τις μέρες σου σ’ αυτό τον πλανήτη, να ‘χεις κι εσύ να συνεισφέρεις στις κουβέντες της ομήγυρης. Τρελαίνονται όλοι για ιστορίες, πρέπει να αναπτύξεις κι άλλο το ρητορικό σου χάρισμα.
Δεν υπάρχει αναίτια αλλαγή στη διάθεση, υπάρχει αλλαγή στην αφήγηση της ιστορίας σου και στο πώς θα φτάσεις σήμερα στο στόχο. Ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος όμως: Η συμπάθεια. Πρώτα η δικιά σου. Πρέπει να σε συμπαθήσεις. Κι όχι μ’ αυτή την αερόμυαλη έννοια του self-love των τσιτάτων στο instagram μα στο πρακτικό, το καθημερινό. Σήμερα ξύπνησες και πρέπει να σε συμπαθήσεις.
Συμπαθείς εσένα με τις ίδιες ακριβώς μεθόδους που συμπαθείς και τους άλλους: Ή θα τους θαυμάσεις ή θα τους λυπηθείς. Και στις δύο βέβαια περιπτώσεις ενέχει τελικά ο κίνδυνος να τους αντιπαθήσεις για διάφορους λόγους, ομοίως και με σένα, μα ας πούμε ότι κάθε μέρα είναι μια ρουλέτα που ελπίζεις η μπίλια να πέσει στο κόκκινο, αν δεν έχεις ποντάρει στο μαύρο.
Ένας πιο οξυδερκής νους πιθανότατα θα ΄λεγε ότι αφού έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε οίκτο και θαυμασμό, το πιο σόφρων θα ήταν να πάμε με το δεύτερο. Αμ δε, καθώς είναι και το πιο απαιτητικό. Ένας νους ταπεινός αγιογράφος θα μίλαγε ίσως και για ευγνωμοσύνη, ευκολοπρόσιτη κι αυτή κι όχι τόσο κοπιαστική σαν το θαυμασμό. Ξυπνάς ευγνώμων για όσα ήδη είσαι και κατέχεις, δεν κοιτάς παραπέρα, γνωρίζεις άλλωστε τι λένε για την τελειοθηρία, τον ανταγωνισμό, το κυνήγι της ατέρμονης φιλοδοξίας και τα συναφή. Σήμερα μπορείς να ‘σαι απλώς ευγνώμων κι αυτό θα σε καλύψει.
Ματαιόδοξο κακομαθημένο μυαλό δεν καλύπτεσαι.
Στην άκρη η ευγνωμοσύνη, πάμε ξανά: Θα σε λυπηθείς ή θα σε θαυμάσεις; Πώς επιλέγεις να σε συμπαθήσεις σήμερα, πώς θα σε παρουσιάσεις όταν κάποιος ζητήσει να μάθει την ιστορία σου ή όταν μόνος σου αρχίσεις να τη λες;
Ντε φάκτο κανένας δεν αντέχει έναν μόνιμα γκρινιάρη, όπως κι έναν μόνιμα επηρμένο. Θέλει balance εδώ η φάση. Δοκιμάζεις τα όριά τους. Πόση αυτολύπηση και πόση έπαρση μπορούν ν’ αντέξουν; Μαζί τους κι εσύ. Κυρίως εσύ.
Έχει μεγάλη σημασία πώς λες την ιστορία σου γιατί εκείνη είναι που καθορίζει όσα δέχεσαι, ανέχεσαι, διεκδικείς, τηρείς ή δεν τηρείς. Εκείνη επιλέγει τους ανθρώπους που σε πλαισιώνουν, τις μουσικές που ακούς, τις συμβουλές που δίνεις σ’ εαυτό κι αλλήλους, τις σχέσεις που δημιουργείς, τις ώρες στο γραφείο, τον τρόπο που φλερτάρεις, τους λόγους που αγαπάς. Όσο ανάλαφρη κι αν μοιάζει η συμπάθεια που προκαλείται από ένα δράμα που περιφέρεις, αναμασάς ή ανακυκλώνεις, δε συνορεύει σχεδόν ποτέ με την εκτίμηση. Δε θα γίνει αυτή η τζούφια συμπάθεια η ορμή που θα διαψεύσει τα τεκμήρια. Δεν είναι γοητευτικό ένα μόνιμο θύμα, όσο κι αν το αδίκησαν πράγματι οι περιστάσεις, όσο κι αν πιστεύει το ίδιο ότι αδικήθηκε. Δε γοητεύεται ο ίδιος ο εαυτός πρώτα και κύρια, κλοτσάει και φέρνει ημικρανίες, στομαχικές διαταραχές, άνευ ουσιαστικού περιεχομένου φλυαρίες.
Ο οίκτος σε κρατάει εκεί που βρίσκεσαι ήδη. Στη δουλειά που πλήττεις. Στη σχέση που δε σε εξελίσσει. Στις παρέες που σας δένει μόνο μια άλλοτε νοσταλγία. Στο ρόλο σου τον παιδικό. Στο ρόλο σου το γνώριμο. Στην ασφάλεια, στη νικοτίνη, στη ζάχαρη. Ήδη σε λυπάσαι, δε χάλασε ο κόσμος να σε λυπηθείς λίγο ακόμα.
Ο θαυμασμός είναι μια γκόμενα που σε τρέχει. Θέλει διαπιστευτήρια. Αδιαφορεί για τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου, αδιαφορεί για τις ιδέες σου, αδιαφορεί για το όποιο potential σου. Ραπανάκια για την όρεξη. Ο θαυμασμός που θες να σε κεράσεις δε θα χορτάσει με σουβλάκι στις πέντε το ξημέρωμα, δεν πείθεται. Θα σου βάλει τον κώλο κάτω. Θα απαιτήσει να γεμίσεις πράγματι αυτή την ατζέντα που αγόρασες με μπρίο λίγο πριν την Πρωτοχρονιά. Θα ξυπνάς χαράματα να πιεις ένα ποτήρι νερό και θα σου θυμίζει ότι έχεις μια υπόσχεση να τηρήσεις αύριο. Ο θαυμασμός είναι συνώνυμο των τηρούμενων υποσχέσεων.
Μπορείς να παλινωδείς ανάμεσα στα δύο για καιρό, για δεκαετίες, για τη ζωή σου ολόκληρη. Τη μια μέρα στο καρφί και την άλλη στο πέταλο. Ένας ναρκισσισμός που τρέφεται από-και στα δυο του άκρα. Κάποτε θα κουραστείς μα ίσως πριν καν έρθει η κούραση, θα κληθείς να επιλέξεις τη θέση σου στον μικρόκοσμό σου, σ’ αυτό τον εσωτερικό μονόλογο. Κι ίσως κάποτε διαπιστώσεις πως κι η συμπάθεια, απ’ ό,τι κι αν προκαλείται, θα απαιτήσει τα τεκμήριά της.
Κι εκείνη, λογικά, θα είναι κι η μέρα που θα επανεφεύρεις την ιστορία σου.