Είχε πατήσει τα δώδεκα και ακόμη δεν είχε μάθει να δένει τα κορδόνια της.
Στα πόδια της τα βράδια ξάπλωναν τρεις αρκούδοι χνουδωτοί, μέχρι εκείνη να φτάσει δεκαοχτώ.
Και στις φοιτητικές αποσκευές της για Ρώμη, κουβαλούσε τα πρώτα της viewmaster, φυλάγοντας τα ως κόρες οφθαλμού.
Στις ανηφόρες ανέβαινε στους ώμους του πατέρα της, ακόμη και αν είχε πια ψηλώσει τόσο, ώστε οι πατούσες της ακουμπούσαν στην άσφαλτο.
Γελούσε και τον τραβούσε από το λαιμό για να του δώσει ένα γρήγορο φιλί.
Λίγα χρόνια αργότερα σκαρφάλωνε στις πλάτες των αγαπημένων της.
Γελούσε εξίσου δυνατά, τραγουδώντας μεθυσμένη.
Αν καμιά φορά εκείνοι βαρυγκωμούσαν, τους τραβούσε μια δαγκωνιά στο αυτί για να τους συνετίσει.
Γράφτηκαν χιλιόμετρα και χιλιόμετρα στους ώμους. Μελανιές γέμισαν τους λαιμούς.
Γόβες καταστράφηκαν απ’ το τρίψιμο στο δρόμο.
Νομίσματα πετάχτηκαν στην Fontana di Trevi, όρκοι καταπατήθηκαν και αυτοδιαψεύστηκαν.
Καθισμένη τότε σε ένα παγκάκι, με το σιντριβάνι απέναντί της, έλυνε και ξανάδενε αφηρημένα τα κορδόνια της.
Στα δεξιά της ένα viewmaster και στα καρέ του, ένα κουνέλι ανεβασμένο στην πλάτη ενός ελαφιού.
Βγάζει από την τσάντα της μια big bubble, τη μασάει γρήγορα και αχόρταγα, φυσάει και φτιάχνει μια μεγάλη φούσκα που της σκάει κατάμουτρα και της κολλάει στις βλεφαρίδες.
Έχει αδυναμίες στις φούσκες. Ίσως για αυτό τις ζει συχνά.
«Έρωτας είναι μόνο ο ανεκπλήρωτος», θα πει βαθυστόχαστα στις παρέες της και θα γυρίσει μια τούφα από τα μαλλιά της, με ύφος δέκα καρδιναλίων.
Κάπου τόσοι, ήταν και οι μισοτελειωμένοι έρωτες της ζωής της.
Τα «πυροτεχνήματά» της, όπως τα βαφτίζει εκείνη, πριν αρπάξει την τούφα που στριφογυρνούσε και ξεκινήσει να τη μασάει με τους δεξιούς κυνόδοντες.
Τους άλλους, τους ολοκληρωμένους, δεν τους μετράει καν για έρωτες.
«Αυτοί ήταν αγάπες», θα πει, γι’ αυτό δεν τους σκέφτεται πια. Τους έζησε.
Τους άλλους όμως, τους ονειρεύτηκε.
Τους έχτισε και τους γκρέμισε μόνη ή με παρέα. Δεν πρόλαβε να τους απομυθοποιήσει.
Γι’ αυτό και συχνά ανατρέχει πνευματικά σε εκείνους, όταν δεν έχει πλάτη να σκαρφαλώσει.
«Θέλω να σε ζήσω», τους φωνάζει μέσα στο ασφυκτικά γεμάτο μπαρ, στο πρώτο τους ραντεβού.
Όσους δεν βαρεθεί ή δεν τρομοκρατήσει με τη φούρια της, θα καταλήξουν ή σε αγάπες ή με μόνιμο λουμπάγκο.
Τα πυροτεχνήματα δεν τα ελκύει, τα δημιουργεί.
Παραμυθολάτρης μέχρις εσχάτων, για εκείνη ο έρωτας είναι απλώς η αινιγματική και παθιασμένη διαδρομή άνευ προορισμού.
Ο προορισμός είναι το τέρμα, η ολοκλήρωση.
Και συνήθως στο τέρμα φτάνεις με τη γλώσσα έξω και τα πνευμόνια χωρίς οξυγόνο.
«Πού χώρος για πάθος;» θα σε ρωτήσει.
Άνθρωποι μπερδεμένοι, μοιρασμένοι σε αγκαλιές άλλες, σε πόλεις και ιδεολογίες διαφορετικές, το παζλ της ζωής της.
Θα το παραβλέψει γρήγορα στο επόμενο σημαντικό καρδιοχτύπι της, όταν ανεβασμένη στη μηχανή του θα τραγουδάει φωναχτά, συνήθως κάτι από Μελίνα Κανά.
«Μπλέκεσαι με τους πλέον ακατάλληλους τύπους. Με τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Δοκίμασε να αράξεις. Πάψε να υποτιμάς οποιοδήποτε σου δίνεται με ευκολία. Και επιτέλους, σταμάτα να έλκεσαι από κάθε συμπλεγματικό καλλιτέχνη που βρίσκεται σε ακτίνα δέκα χιλιομέτρων από δίπλα σου. Ή έστω, μην είσαι οδοστρωτήρας. Τρομάζουν οι άντρες με τα ντεσιμπέλ τα δικά σου», θα ακούσει από τον κολλητό της.
«Είσαι ανόητος, ο έρωτας είναι ένστικτο, είναι παρόρμηση. Έλκεται από οτιδήποτε ασύμβατο, τρέφεται μέσα στη δυσκολία, λατρεύει τις εντάσεις και τα ντεσιμπέλ. Ο έρωτας πρέπει να έχει πλάτες, να σε κουβαλήσει, να τον κουβαλήσεις. Δεν είναι ροζ. Είναι μπορντό. Σε κάνει να κλαις, να αναθεωρείς, να εκτίθεσαι. Ξεκινάει απότομα και απρογραμμάτιστα. Μπορεί να τελειώσει εξίσου γρήγορα. Δεν αναιρεί αυτό τη δυναμική του. Δεν είναι για πολύ. Είναι για να τον ζήσεις, με το πιο πολύ σου, για όσο», θα του πει όσο θα ετοιμάζεται να δαγκώσει άλλη μια big bubble.
Τα κορδόνια της λυμένα θα ακουμπάνε το πάτωμα και θα σχηματίζουν ένα περίεργο σύμβολο, που εκείνη θα θεωρήσει γράμμα της αλφαβήτου και θα βαφτίσει κάρμα.
«Κοίτα ένα δέλτα!», θα πει στο φίλο της, «…θα πάω να βρω το Δημήτρη, είναι θέλημα της μοίρας», συνεχίζει.
«Τι λες μωρέ; Κάτσε στα καλά σου επιτέλους! Έχεις να τον δεις μήνες!».
«Ναι, αλλά η ενέργεια στους ανεκπλήρωτους, δεν τελειώνει ποτέ καρδιά μου! Ο κύκλος μένει πάντα ανοιχτός!».
Φουριόζα με σπαστά μαλλιά από τα πολλά στριφογυρίσματα, θα μπει στο πρώτο ταξί που θα βρει μπροστά της.
«Βάλε Μελωδία, πιάσε κάτι από Μελίνα Κανά!», θα πει στον οδηγό «…κατέβασε τα παράθυρα, μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;» θα τον ρωτήσει.
«Σε βλέπω φορτσάτη. Τι πας να κάνεις;» θα αποκριθεί εκείνος.
«Να δημιουργήσω ουσιαστικές αναμνήσεις», θα του πει και θα διπλοτσεκάρει αν τα κορδόνια της είναι δεμένα.
Πρώτη Δημοσίευση: eyedoll.gr