Στο προηγούμενο άρθρο έγινε λόγος για την εξαιρετική δουλειά που διακρίνει τα σχολεία της Φιλανδίας, γεγονός που οδηγεί και σε υψηλόβαθμες βαθμολογίες των μαθητών, οι οποίες με τη σειρά τους καθιστούν το εκπαιδευτικό σύστημα της σκανδιναβικής χώρας αξιοζήλευτο, αποτελεσματικό και σίγουρα πρότυπο για τις υπόλοιπες χώρες.

Αντίθετα, στο εκπαιδευτικό σύστημα που έχει υιοθετήσει η χώρα μας, ασκείται εδώ και κάμποσα χρόνια δριμεία κριτική, η οποία δυσκολεύει ίσως τα περιθώρια βελτίωσής του. Σε καμία περίπτωση δε θέλω να τεθώ υπέρ των αποφάσεων που λαμβάνουν οι εκάστοτε αρμόδιοι φορείς, άλλωστε πιστεύω ότι χρησιμοποιούν τους μαθητές πολλές φορές ως πειράματα σ’ ένα μεγαλύτερο «παιχνίδι» και τους αναγκάζουν να υποβληθούν σε «δοκιμασίες» πρωτόγνωρες που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογία τους.

Φυσικά, είναι αδύνατη όμως και άδικη μια σύγκριση των δύο προαναφερθέντων εκπαιδευτικών συστημάτων, καθώς όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο, η κάθε χώρα ανάλογα με τις δυνατότητες, τις αντιλήψεις και τις υπάρχουσες συνθήκες, υιοθετεί διαφορετικές εκπαιδευτικές πρακτικές και προσεγγίσεις. Αρχικά, εξυπακούεται πως οι διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες των χωρών, οδηγούν σε διαφορετικές παραμέτρους αντιμετώπισης της εκπαιδευτικής κοινότητας και των εργαλείων που χρησιμοποιούν. Επίσης, η φιλανδική κυβέρνηση προσφέρει σε εκπαιδευτικούς και μαθητές, υποδομές τελευταίας τεχνολογίας και πλήρως εξοπλισμένες με κατάλληλα μέσα που συμβάλλουν όχι μόνο στη σωστή εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και στην υιοθέτηση της αντίληψης πως η μάθηση είναι ψυχαγωγία και όχι μια αγγαρεία που καλούνται καθημερινώς να φέρουν εις πέρας οι μαθητές.

Η νηπιακή ηλικία, είναι ίσως η μοναδική ομοιότητα των δύο χωρών, καθώς κυριαρχεί έντονα η αντίληψη της μάθησης μέσω του παιχνιδιού. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Φιλανδία, πρωταρχικός στόχος είναι η πρωτογενής κοινωνικοποίηση, αλληλεπίδραση και συνάμα η ανακάλυψη των χαρακτηριστικών και προσωπικοτήτων των νηπίων. Η απελευθέρωση των συναισθημάτων, η έκφρασή τους, η ενασχόληση με παιχνίδια πολλών ειδών, είναι μερικά από τα πράγματα που χρησιμοποιούν οι αρμόδιοι προκειμένου να ψυχαγωγήσουν τους μαθητές.

Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και συγκεκριμένα στο δημοτικό, γίνονται εμφανείς οι πρώτες διαφορές. Σε μια οικονομικά δυνατή χώρα, γίνεται εύλογα αντιληπτό πως οι παροχές είναι περισσότερες σε σχέση μ’ αυτές που έχουν οι Έλληνες μαθητές. Στη σκανδιναβική χώρα, ο μαθητής είναι το επίκεντρο και το θεμέλιο της εκπαίδευσης και για τον λόγο αυτό δίνεται τεράστια σημασία στην αντιμετώπισή του εντός και εκτός σχολικού χώρου. Η ύπαρξη ειδικής παιδαγωγού, ψυχολόγου, καθώς και ιατρείου εντός του κτιρίου, μαρτυρούν τη βαρύτητα που έχει η σωστή ψυχολογική κατάσταση των μαθητών. Εν αντιθέσει, στην Ελλάδα, οι μαθητές αναγκάζονται να κάνουν μάθημα σε τάξεις κρύες, μικρές, με μοναδικά εργαλεία κάποιον παγκόσμιο χάρτη ή χάρτη της Ευρώπης. Τα λιγοστά εκπαιδευτικά και τεχνικά μέσα που διαθέτουν οι ελληνικές σχολικές μονάδες, δε βοηθούν τους καθηγητές να πραγματοποιήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία με τον τρόπο που επιθυμούν, έχοντας ως αποτέλεσμα να μειώνεται το ενδιαφέρον των μαθητών για την εκπαίδευση, θέμα που ταλανίζει εδώ και πολλά χρόνια το συγκεκριμένο χώρο.

Προχωρώντας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διαπιστώνουμε πως οι εκπαιδευτικές στάσεις, για ακόμα μια φορά απέχουν παρασάγγας. Ενώ η γυμνασιακή εκπαίδευση διαρκεί από την ηλικία 13-15 και στις δύο χώρες, στη φιλανδική χώρα προστίθενται επιπλέον μαθήματα που διευρύνουν τους ορίζοντες των νέων και σ’ άλλους τομείς όπως η περιβαλλοντική εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα τα εργαστήρια ξυλουργικής και γλυπτικής που δεσπόζουν στην εκπαίδευση της χώρας, στοχεύουν στην ανάπτυξη του πνεύματος των μαθητών. Στην αντίπερα όχθη, τα μαθήματα που διδάσκονται είναι συγκεκριμένα και απευθύνονται μόνο στις μαθησιακές δυνατότητες του εκάστοτε μαθητή και είναι χωρισμένα σε θεωρητικής και θετικής κατεύθυνσης. Αυτομάτως, περιορίζουν έτσι τις δυνατότητες των μαθητών σε αυτούς τους τομείς και έμμεσα τους ωθούν να υιοθετήσουν την αντίληψη πως είναι υποχρεωμένοι να αναπτύξουν τις γνώσεις τους στα συγκεκριμένα μαθήματα κατεύθυνσης και να ρίξουν το ενδιαφέρον τους στην αποστήθιση αδυνατώντας έτσι να αναπτύξουν και την κριτική σκέψη τους.

Μια σύγκριση των δύο συστημάτων εκπαίδευσης Ελλάδας και Φιλανδίας, ίσως είναι άδικη γιατί οι δύο χώρες δε διαθέτουν τα ίδια μέσα, τον ίδιο πολιτισμό και την ίδια κουλτούρα. Ίσως πάλι, αποτελεί απάντηση σε πολλά ερωτήματα που προκύπτουν κατά καιρούς. Άλλωστε, όπως αναφέρω κάθε φορά, τα εκπαιδευτικά πρότυπα που επιλέγει να ακολουθήσει κάθε χώρα, απορρέουν από πάμπολα στοιχεία, καταστάσεις και χαρακτηριστικά που διακρίνουν τη χώρα.

 

Συντάκτης: Βασίλης Γκιλιόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου