Αναμφισβήτητα, η εμφάνιση της πανδημίας του Κορωνοϊού, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό πολλούς τομείς της κοινωνίας και της ανθρωπότητας γενικότερα. Εκτός από τις ολέθριες συνέπειες που εντοπίστηκαν τόσο στην οικονομία των πολιτειών όσο και την ψυχολογία του ανθρώπινου πληθυσμού, μεγάλη αναστάτωση προκάλεσαν και τα ευρήματα των δυσκολιών που προέκυψαν στην εκπαιδευτική διαδικασία, τα οποία υποστηρίζεται ότι θα ακολουθούν τους μαθητές και στις επόμενες ηλικιακές βαθμίδες, όντας αρκετά δύσκολο να αντιμετωπιστούν.

Ένα από τα βασικότερα ευρήματα που ανησυχεί έντονα τις ερευνητικές ομάδες, είναι η ανάπτυξη της δυσλεξίας των μαθητών ή καλύτερα η αδυναμία έκφρασης και παραγωγής λόγου. Εύλογα καταλαβαίνει κανείς πως η διεξαγωγή μαθημάτων αποκλειστικά μέσω της υβριδικής τεχνολογίας παρότι καθιστούσε δυνατή την εκπαιδευτική αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών και καθηγητών, αυτόματα επέφερε ή εμφάνιζε, διάφορες αδυναμίες στους εκπαιδευόμενους, όπως αδυναμία στη γραφή, την ανάγνωση και την κατανόηση εννοιών.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να πληροφορήσουμε πως η δυσλεξία είναι κατά κύριο λόγο κληρονομική και τα πρώτα δείγματά της, τις περισσότερες φορές, εμφανίζονται κατά τη νηπιακή ηλικία, χωρίς να θεωρείται δεδομένο χαρακτηριστικό. Παρ’ όλα αυτά, η διάγνωση είναι ωφέλιμο να γίνεται από νωρίς, καθώς θα λειτουργήσει ως βοηθητικός παράγοντας στην ψυχολογία του παιδιού και της οικογένειας και την άμεση λήψη αποφάσεων για τη βελτίωση των αδυναμιών του.

Η εκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας υλοποιούνταν κατά κύριο λόγο με τη μορφή της τηλεκπαίδευσης, κατά την οποία οι μαθητές βρίσκονταν απέναντι από τον υπολογιστή κι επικοινωνούσαν μέσω βιντεοκλήσης με τον καθηγητή. Δυστυχώς, οι δυνατότητες πραγματοποίησης των ασκήσεων γίνονταν ηλεκτρονικά, δίχως να προβαίνουν οι μαθητές σε γραφή και λεπτομερή ανάλυση των αποτελεσμάτων. Το γεγονός αυτό, είχε ως επακόλουθο να εξασθενίσουν οι γραφοκινητικές δεξιότητες των παιδιών, αφού εντόπιζαν σταδιακά ότι μπέρδευαν λέξεις, γράμματα κι αριθμούς. Φυσικά, η δυσλεξία δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας των ευρημάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω, καθώς κάλλιστα μπορούν να ληφθούν υπόψη, η κεκτημένη ταχύτητα και η απροσεξία. Επίσης, η συνεχής παροχή νέων γνώσεων με τρόπο ηλεκτρονικό, δεν έδινε τη δυνατότητα στους μαθητές της τρίτης λυκείου να προσαρμοστούν και να εκπαιδευτούν στη διατήρηση του χρόνου, με τον οποίο θα έρχονταν αντιμέτωποι κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων.

Ένα άλλο συμπέρασμα που επέφερε η αδυναμία ανάπτυξης των γραφοκινητικών δεξιοτήτων των μαθητών είναι και η αποτυχία αποτύπωσης των σκέψεων στο χαρτί. Συγκεκριμένα, η αποχή από το γράψιμο, οδήγησε κυρίως τους εφήβους στο να αδυνατούν να εκφράσουν προφορικά τις σκέψεις και τις ιδέες τους, με επακόλουθο και την ανεπιτυχή αποτύπωση και στο χαρτί, σε περιπτώσεις διαγωνίσματος έκθεσης. Είναι αποδεδειγμένο πως η τακτική καταγραφή των ιδεών, των επιθυμιών και των σκέψεων σε κόλλα, επιφέρει θετική επίδραση στην ικανότητα οργάνωσης των ενεργειών του μυαλού, τόσο στον διαχωρισμό τους, όσο στην οργάνωση και την αποτύπωσή τους. Εν ολίγοις, οι περισσότεροι νέοι «μπλέκονται στις σκέψεις τους» κι έτσι δυσκολεύονται να εξωτερικεύσουν με αποτελεσματικό τρόπο όλα αυτά που έχουν στον νου τους, δημιουργώντας την εντύπωση πως πρόκειται για περίπτωση δυσλεξίας.

Οι δύο αυτές περιπτώσεις αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα προβλημάτων που εντοπίστηκαν με την επάνοδο των μαθητών στις σχολικές αίθουσες. Σαφώς απόλυτοι δεν είμαστε, καθώς είναι απίθανο να επήλθαν σε όλους τους μαθητές οι ίδιες αδυναμίες, ενώ είναι κι εκείνοι που δεν επηρεάστηκαν επ ουδενί από τον εγκλεισμό. Παρότι τα ευρήματα παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά και συμπτώματα δυσλεξίας δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακόμη αν οφείλονται αποκλειστικά στην ίδια ή στην απραγία ορισμένων αναπτυξιακών χαρακτηριστικών των μαθητών, τα οποία έχουν εξασθενίσει και με τον ερχομό τους στους μαθητικούς χώρους θα επανέλθουν στο αρχικό τους στάδιο. Σημαντική σαφώς και η κατανόηση της διαφοράς μιας κληρονομικής διαταραχής κι ενός σταδίου μη επιθυμητών αναπτυξιακών αποτελεσμάτων εξαιτίας της μεγάλης αποχής από ερεθίσματα και δεξιότητες αναγκαίες για τον μαθητή. Επομένως, μέσα στα επόμενα χρόνια και στηριζόμενοι στις κατάλληλες έρευνες, ευελπιστώ να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε στο ερώτημα «αν ο εγκλεισμός επέφερε την ανάπτυξη της δυσλεξίας των μαθητών» κι η απάντηση αυτή να είναι κατηγορηματικά αρνητική.

Συντάκτης: Βασίλης Γκιλιόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου