Κάθεσαι μπροστά από το τζάκι (αν έχεις, αλλιώς κάνε εφέ με την τηλεόραση) με μια κούπα καφέ και βλέποντας τα 40 να πλησιάζουν μαζί τις πρώτες γκρίζες αποχρώσεις στα μαλλιά σου και την εμφάνιση κάποιων ρυτίδων, αναπολείς τα χρόνια που πέρασαν και τις πιο extreme καταστάσεις που έζησε η γενιά σου μέσα σε ένα μεσοδιάστημα του χρόνου, εκεί από τα 17 σου και μετά όπου όλα πήγαιναν γρήγορα και εξελισσόταν γρηγορότερα.

Σε μια εποχή της μηχανής και του «καμακιού» μιας και τότε το να έχει μηχανή κάποιος ήταν τόσο must. Στις περισσότερες ταινίες είχαν πρωταγωνιστικό ρολό ζώντας συνεχώς σε μια έκρηξη αδρεναλίνης. Τα δε «καμάκια» που ήταν η ονομασία του φλερτ των νέων της εποχής είχαν σαν όπλο αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν γκομενάκια. Βέβαια το κατά πόσο θα ευδοκίμούσε αυτό το «καμάκι « ήταν ξεκάθαρο από την αρχή, γλώσσα του σώματος γαρ κι αιώνια, αμέσως μετά ακολουθούσε το όνομα και στη συνέχεια αριθμός τηλεφώνου, πάντα σταθερό, του σπιτιού συγκεκριμένα, για να μπορέσετε να τα ξαναπείτε και να γνωριστείτε καλύτερα. Παρακαλούσες βέβαια όταν έπαιρνες τηλέφωνο να μην το σηκώσει κανένας άλλος, είτε ήσουν κορίτσι είτε ήσουν αγόρι, γιατί δεν ήθελες ευτράπελα.

Τα ραντεβού συνήθως κλείνονταν σε καφετέριες για φραπέ ή νες ανάλογα την εποχή και συνοδευόταν συνήθως με καυτά φιλιά στη μέση του δρόμου είτε με ζέστη είτε με κρύο . Άλλα βέβαια ραντεβού κλείνονταν και με φιλικές παρέες για τα γνωστά τότε ουφάδικα (τα ηλεκτρονικά της εποχής ) και τα βράδια ακολουθούσαν αφιερώσεις μέσα από το ράδιο από τους γνωστούς «ραδιοπειρατές» της εποχής. Η επιλογή τραγουδιών στους σταθμούς τους γίνονταν με σκοπό και λαχτάρα να τα ηχογραφήσεις, με κάθε βέβαια επιφύλαξη να μη μιλάνε οι παραγωγοί εν μέσω κομματιών. Κάθε Σαββατοκύριακο επικρατούσε ξέφρενος χορός στις disco με τις κλασικές discoμπάλες, τα strob lights, τους καπνούς και τα φωτορυθμικά να αναβοσβήνουν στον ήχο του βινυλίου και στο γυρισμό για το σπίτι υπήρχαν πάντα τα πατήματα και οι κόντρες με τις μηχανές, έτσι για χαβαλέ.

Επικρατούσε γενικά μια ανεμελιά.

Πίνοντας άλλη μια γουλιά από τον καφέ προχωράς κάποια χρόνια πιο μετά μ’ αυτή τη γενιά να μεγαλώνει και γύρω στα 30 πλέον οι βόλτες γίνονται με γρήγορα αυτοκίνητα (μιας και το μικρόβιο δύσκολα φεύγει). Άλλους τους βρίσκεις ακόμα με τα jean και τις φούτερ με ένα πιο σπορ ντύσιμο αλλά με το μαλλί σαφώς πιο κοντό, άλλους με κουστούμια κι άλλες με πιο στιλάτα πλέον για την εποχή φορέματα και με λιγότερο έως καθόλου από εκείνον τον άπιαστο τρελό όγκο στο μαλλί. Με τους περισσότερους να έχουν δημιουργήσει πλέον οικογένειες και παιδιά, όπως είπαμε στην αρχή «εποχή ταχύτητας γαρ, που όμως άφηνε μια αίσθηση ολοκλήρωσης σε όλα τα επίπεδα νιώθοντας ότι έχεις αδράξει την κάθε μέρα κάνοντας αυτό που σε ευχαριστούσε.

Πηγαίνοντας εκεί γύρω στα 35 ήρθε και η ανάπτυξη της τεχνολογίας με αλματώδη ρυθμό προσφέροντας βέβαια τεράστια οφέλη, σε παρά πολλούς τομείς, ξεκινώντας με την αναβάθμιση του Ίντερνετ, την άνθηση των social media την τρέλα των PlayStation, των κινητών, των smart tv, φτάνοντας στο σημείο να έχουμε κι επαφή με τα αστέρια και μάλιστα με ελληνικούς δορυφόρους. Έχοντας όλη αυτή την τεχνολογία σύμμαχό μας τελικά φτάνουμε σήμερα στο σημείο που αντί οι σχέσεις να γίνουν πιο εύκολες αντ΄αυτού υπάρχει γύρω μας τόση μοναξιά, τόση αποξένωση, τόση καχυποψία και υπεροψία που τις καθιστά τελικά πιο δύσκολες τις σχέσεις και τις οικογένειες πιο απόμακρες.

Πήγαμε από την εποχή που το αίσθημα έβγαινε από παντού, πολλές φορές με μια υπερβολή, σε μια εποχή που το ψάχνουμε με το κιάλι. Καταλήγεις να σκέφτεσαι μήπως και παραμεγάλωσες κι εσύ και βαδίζοντας πια τα 40 είσαι σαν εκείνους τους παππούδες που δεν ξέρουν τι είναι το WiFi. Απομακρύνοντας ανεπιστρεπτί την ανεμελιά εκείνης της εποχής που έζησες σαν έφηβος, τώρα σκέφτεσαι ποια είναι η θέση σου στην κοινωνία, στο σήμερα. Ίσως αν απλά το φιλοσοφήσουμε τα 40 να είναι η αρχή μιας πολύ συνειδητής και νέας πραγματικότητας. Πιο γλυκιάς. Σαν το παλιό καλό κρασί. Που όσο περνάει ο χρόνος η γεύση του αναπόφευκτα γεμίζει και φτάνει στο πέρασμά του να γίνεται όλο και καλύτερο.

 

Συντάκτης: Νίκος Αδαμόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου