Ήλιος, μυρωδιά λουλουδιών, σχολή τέλος. Ναι, Πάσχα επιτέλους. Επιτέλους διακοπές και χαλάρωση. Άραγμα σε καφετέριες και σε μπαράκια από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί. Ό,τι καλύτερο. Ανοίγει κι ο καιρός κι είμαστε σε φάση «όλα είναι όπως πρέπει». Κατεβαίνω από το λεωφορείο, σηκώνω κεφάλι και βλέπω την παρέα μου να με περιμένει να λιώσουμε. Είμαι σπίτι. Πρώτο βράδυ έξω και ήδη έχω πιάσει ρυθμούς κραιπάλης. Παντού γνωστοί, παλιοί συμμαθητές, φοιτητές που δεν έχουν φύγει ακόμα για τα σπίτια τους. Γεμάτη η πόλη μου και χαίρομαι. Πρώτη χρονιά, λέω, χωρίς αναποδιά στις γιορτές και χωρίς να μου τις χαλάσει κάτι. Ξέρετε τι λένε όμως, τίποτα δε θα πάει καλά αν δε πάει κάτι στραβά πρώτα.

Βράδυ Ανάστασης κι είμαι έξω χωρίς να νιώθω τίποτα γιατί είμαι με την παρέα μου. Πίνω, λέω βλακείες και γενικά ό,τι γίνεται τις γιορτές. «Την είδες, ρε, καθόλου την πρώην σου;». Το ακούω, παγώνω και κάνω τον ανήξερο, ελπίζοντας να μην είμαι εγώ αυτός στον οποίο απευθύνεται ο φίλος. Και νιώθω ένα σκούντημα στην πλάτη και μια φωνή να λέει «Ε, σε σένα μιλάω ρε». Γιατί ρε γαμώτο να μιλάει σε μένα; Χαλαρός του λέω ένα «όχι» κι ότι δεν έτυχε, ευτυχώς. Ζώντας όμως σε μια πόλη σαν τη δικιά μου είναι αδύνατο να αποφύγεις κόσμο, θες δε θες.

Και να τη μπήκε στο μαγαζί. Τα στραβά που έλεγα. «Ωχ» ακούγονται από δίπλα μου κι ιδρώνω κι άλλο. Δεν έφτανε που ήμουν πιωμένος, την είδα κι έδεσε. Κι άλλο αλκοόλ, κι άλλα τσιγάρα. Στο πρόσωπο μου ζωγραφίστηκε η έκφραση του χαμένου απ’ τα ποτά και του απελπισμένου ταυτόχρονα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω και κοιτούσα αλλού κάνοντας τον αδιάφορο. Ενώ, αντιθέτως, με έκαιγε να γυρίσω και την καρφώσω με το βλέμμα μου.

Γέλια από δίπλα μου, καλοπέραση κι ο κόσμος γιορτάζει. Κι εγώ νιώθω ότι πέφτω σ’ ένα πηγάδι χωρίς τέλος, χαμένος στη σκέψη μου. Προσπαθώ να βάλω το μυαλό μου σε μία τάξη, να συμμαζευτώ, να χαλαρώσω. Και τσουπ κι ο DJ να γίνεται εχθρός του μυαλού μου. Βάζει το αγαπημένο της τραγούδι και κάνω το λάθος και γυρνάω. Κι ήταν εκεί, ρε γαμώτο. Εκεί. Ακούνητη. Νόμιζα ότι ήθελα να είχε εξαφανιστεί από τη γωνιά που καθόταν, αλλά κατά βάθος ήθελα να τη δω. Το είχα ανάγκη. Άλλωστε ήταν η ομορφότερη γυναίκα στα μάτια μου.

Δε χόρταινα να την κοιτάω. Τα μάτια της μεγάλα κατάμαυρα, μ’ ένα βλέμμα που θα σε έκανε να υποταχθείς σε κάθε θέληση της. Τα μαλλιά της ριγμένα στην πλάτη της, από τη μία λαμπερά κι από την άλλη με το ωραίο μαύρο χρώμα που θυμόμουν. Τα είχε κοντύνει όπως της είχα πει. Φορούσε το φόρεμα που της είχα κάνει δώρο στα γενέθλιά της. Γάντι της πήγαινε. Και γυρνάει ξαφνικά στο μέρος μου. Με κοιτάει. Την κοιτάω μέσα στα μάτια. Βλέπω τις πτυχές του προσώπου της. Τα χείλη της σχηματίζουν ένα χαμόγελο. Εκείνο το χαμόγελο που είχε εκείνη τη μέρα που τη γνώρισα και την ερωτεύτηκα. Χείλη που θες να γευτείς και να αισθανθείς τη ζεστασιά τους. Λάθος, διόρθωση. Θέλω εγώ να γευτώ.

Χαμένος πάνω σε κάθε της κίνηση έρχονται σκέψεις. Αναμνήσεις. Το πρώτο φιλί, η πρώτη αγκαλιά, το κορμί της πάνω στο δικό μου να ιδρώνει. Και καθώς κοιτιόμαστε σκέφτομαι να πάω να την αρπάξω και να φύγουμε από ‘δώ, χωρίς να με νοιάζει τίποτα και κανένας. Με ρωτάει ένας τι έπαθα και τι κοιτάω κι εγώ απλά απαντώ. «Είναι τόσο όμορφη, όσο και τη μέρα που την έχασα». Και ξάφνου η μαγική λέξη. Έχασα. Άρα γιατί τα σκέφτομαι αυτά; Την έχασα. Τέλος.

Σκέφτομαι τη λύπη που πέρασα τότε και τον πόνο που ένιωσα όταν άκουσα τα λόγια-μαχαίρια. Και θυμώνω. Άφησα πίσω μου όσα με είχαν προδώσει και πληγώσει εκείνη τη νύχτα. Δε θα τα ξαναζήσω. Παίρνω το ποτό και τα τσιγάρα μου και βγαίνω από το μαγαζί. Τέρμα η νύχτα για μένα. Πάω στα σκαλιά που τη γνώρισα να δω μία τελευταία φορά το μέρος που έζησα τόσα. Πάω να το κάψω γιατί δε θέλω να έχω πλέον τις αναμνήσεις εκείνες. Όσο όμορφη και να ήταν δεν ήταν η δικιά μου όμορφη.

 

Επιμέλεια κειμένου Χρήστου Ζήση: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Χρήστος Ζήσης