Το πρώτο ραντεβού είναι περίεργο και γεννά άβολα συναισθήματα και στις δύο πλευρές. Είναι αυτή η αίσθηση του άγχους και του τρέμουλου που προκαλείται απ’ τη συναναστροφή με ένα άτομο νέο, με ένα άτομο που μας ενδιαφέρει.

Η φάση του πρώτου ραντεβού είναι δημιουργία συναισθημάτων και γενικά εντυπώσεων προς το απέναντι πρόσωπο. Γνωρίζεις τον άλλο και βλέπεις από μια πιο κοντινή σκοπιά τη συμπεριφορά του κι αν όντως αξίζει αυτό το άτομο την προσοχή σου. Το πρώτο ραντεβού είναι αρκετά καθοριστικό για να ξεκαθαριστεί η σχέση που θα ακολουθήσει ανάμεσα στους δύο ή ακόμα κι αν δε θα υπάρξει καθόλου.

Αν το δούμε απ’ την αρχή κι απ’ τη στιγμή που δέχεται ο άλλος τη συνάντηση ξεκινούν να έρχονται στην επιφάνεια οι πρώτες σκέψεις για το τι θα γίνει. Αγχώνεσαι, ιδρώνεις και νομίζεις ότι θα καταρρεύσεις. Ξεκινάς να φαντασιώνεσαι σκηνικά απ’ τη στιγμή που θα βρεθείτε μέχρι και το τέλος.

Τι θα πεις, τι θα κάνεις, αν θα είναι όντως αυτό που περίμενες ή ακόμα και να μην πας καθόλου. Τώρα το τελευταίο προφανώς κι είναι ηλίθιο διότι αν συμφώνησες ή έστω το πρότεινες και δεν εμφανιστείς, παρουσιάζει έναν άνθρωπο δειλό και δε θέλουμε άλλους τέτοιους, χορτάσαμε. Δε λέω ότι είναι εύκολο, ούτε ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά απαραίτητα, αυτό θα ήταν ουτοπικό κι ειλικρινά χωρίς ενδιαφέρον.

Και φτάνει η ώρα που συναντάς τον άλλο κι έρχεται η πρώτη σκέψη. Τι να πω; Να τη χαιρετήσω πρώτος; Να τον φιλήσω όπως θα έκανα με ένα φίλο μου; Και να της πως ότι είναι τόσο όμορφη; Γενικά γιατί έχει τόση ζέστη κι είναι Δεκέμβρης; Τι γίνεται, ρε παιδιά, λίγο νερό θα ήθελα.

Αυτό είναι μια μικρή δόση απ’ τις δεκάδες σκέψεις που έχει το μυαλό εκείνη τη στιγμή που βλέπεις τον άλλο. Μέσα απ’ το άγχος βρίσκεις ευκαιρία και προτείνεις να φύγετε να βρείτε κάπου να καθίσετε. Αυτό γίνεται μόνο και μόνο για να μη μείνετε στάσιμοι στο σημείο που είσαστε και μεγαλώσει κι άλλο η άβολη στιγμή.

Φτάνεις στο μέρος που αποφασίστηκε κι αφού καθίσετε, ψάχνεις θέμα για συζήτηση έτσι ώστε να σπάσεις τον πάγο και να χαλαρώσετε κι οι δύο. Θέματα περί ανέμων κι υδάτων καλό θα ήταν να αποφεύγονται γιατί οι απαντήσεις είναι προφανείς, απαντήσεις μοτίβου που δε θα δημιουργήσουν μια διαδραστική ομιλία και δε θα φανερώσουν τις πραγματικές σκέψεις του άλλου. Σκέφτεσαι να βρεις ένα πιθανό κοπλιμέντο να κάνεις γιατί όντως το νιώθεις, αλλά τελευταία στιγμή σου έρχεται στο μυαλό αν θα το παρεξηγήσει ο απέναντι.

Καθώς προχωράει η ώρα και μετά από μερικές διαφορετικές συζητήσεις έχει σπάσει ο πάγος κι είστε πιο χαλαρά. Έρχεται η στιγμή που πρέπει να φύγετε απ’ το μαγαζί ή έστω απ’ το πάρκο που κάθεστε. Προχωράτε λίγο και ξεκινούν δύο ειδών σκέψεις εκεί. Για τους τολμηρούς επικρατεί η σκέψη «Να της προτείνω να πάμε σπίτι μου;» κι υπάρχει κι η πιο αγνή σκέψη που απλά σκέφτεσαι τι να πεις για να ξαναβγείτε.

Μασάς τα λόγια σου και τραυλίζεις χωρίς ουσιαστικό λόγο κοιτώντας το πάτωμα ή τον ουρανό. Εκεί είναι το κομμάτι που θέλει θάρρος, φίλε μου. Να είσαι αποφασιστικός κι απόλυτος χωρίς να δείχνεις ίχνη φόβου. Αυτό γοητεύει τον άλλο και τον κάνει να έχει περισσότερες σκέψεις το βράδυ πριν τον ύπνο.

Κι εκεί που είστε έτοιμοι να φύγετε κα αφού χαιρετηθείτε κανονίζοντας για το επόμενο ραντεβού, κάνεις κίνηση να τη φιλήσεις σταυρωτά και σου έρχεται στο κεφάλι ότι έτσι θα φιλούσες την αδερφή ή τη μάνα σου. Αυτή δεν είναι η μάνα σου όμως, μεγάλε, σκέφτεσαι κι αλλάζεις κατεύθυνση. Γεύεσαι τα χείλη της και παίρνεις φωτιά. Σε αρπάζει κι αυτή και το ζείτε επιτέλους.

Και ξαφνικά ακούς τη φωνή της να σου λέει αν είσαι καλά κι αν χρειάζεσαι κάτι γιατί είσαι κατακόκκινος. Βρίσκεσαι απέναντί της στο τραπέζι και σε κοιτάει με αυτό το όμορφο χαμόγελο. Εκεί παραγγέλνεις ένα σφηνάκι τεκίλα και συνεχίζεις το ραντεβού. Μη φαντασιώνεστε τη συνέχεια. Ζήστε το.

Συντάκτης: Χρήστος Ζήσης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη