Μαμά, μπαμπάς. Μπαμπάς και μαμά. Οι γονείς μας. Η οικογένειά μας. Η οικογένεια που δε διαλέξαμε, που μας έτυχε. Εκείνοι όμως; Εκείνοι με τον τρόπο τους, μας διάλεξαν, μας ήθελαν. Διάλεξαν όχι μόνο εμάς, αλλά κι ο ένας τον άλλον, κάποτε. Όταν γνωρίστηκαν ήταν νέοι ακόμη. Δύο νέοι γεμάτη ζωή, όρεξη, ελπίδα, πάθος, δυναμισμό και έρωτα. Δύο νέοι δυνατοί κι έτοιμοι να φτιάξουν τη ζωή τους, να αποκτήσουν παιδιά.

Κάποιοι στην πορεία το φρόντισαν, το συντήρησαν, το καλλιέργησαν όταν άρχισε να μαραίνεται κι έτσι παρέμειναν πάρα τα προβλήματα- που σίγουρα συνάντησαν – ενωμένοι. Κάποιοι άλλοι το παραμέλησαν, αδιαφόρησαν κι ο γάμος τους από εύφορη πεδιάδα γεμάτη ευωδιαστά ποικιλόχρωμα λουλούδια και καρποφόρα δέντρα κατέληξε άγονο πια χωράφι. Κάποιοι άλλαξαν όνειρα κι ακολούθησαν αποκλειστικά ατομική πορεία. Μερικοί προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, με ή χωρίς επιτυχία. Άλλοι πιθανώς ξαναπαντρεύτηκαν ή έστω συγκατοίκησαν.

Όπως κι αν εξελίχθηκε στην πορεία του χρόνου η σχέση τους κάποτε ήταν απλώς δύο άνθρωποι που ερωτεύθηκαν, μάλωσαν, τα ξαναβρήκαν, πληγώθηκαν, συγχώρεσαν, αγαπήθηκαν, άντεξαν ή παραιτήθηκαν. Όλα τα έκαναν.

Δάκρυσαν όταν έμαθαν ότι θα έρθουμε στον κόσμο εμείς, συγκινήθηκαν από χαρά, αγχώθηκαν για το πόσο έτοιμοι ή ικανοί είναι. Αγχώθηκαν για το αν θα ήταν άξιοι να μας μεγαλώσουν κι ας είχαμε τότε το μέγεθος μιας τοσοδούλικης κουκκίδας. Έκαναν προβλέψεις από την πρώτη κιόλας μέρα που έμαθαν για την ύπαρξή μας -άραγε θα ήμασταν κορίτσι ή αγόρι; Και τι χρώμα μάτια θα είχαμε; Θα παίρναμε τα γαλάζια μάτια του μπαμπά και το καθηλωτικό χαμόγελο της μαμάς; Κι ο χαρακτήρας μας; Τι στοιχεία θα είχαμε; Το όνομά μας ποιο θα ήταν; Σχέδια, όνειρα πολλά και διαφορετικά, μεγάλα και μικρά, μακρινά μα και πολύ πολύ κοντινά. Για εμάς όλα. Για εμάς πάντα. Από την αρχή, πολύ πριν την πρώτη μας αναπνοή. Και τα έκαναν όλα μαζί.

Κι εμείς, ως αντάλλαγμα, από την πρώτη κιόλας στιγμή που μπορέσαμε να φτιάξουμε μια φράση που να βγάζει ολοκληρωμένο και ξεκάθαρο νόημα, το μόνο που κάναμε και πιθανώς εξακολουθούμε είναι να έχουμε απαιτήσεις και να τους κρίνουμε. Άλλες φορές τους κατανοούμε και ταυτιζόμαστε μαζί τους κι άλλες φορές εξαπολύουμε μύδρους προς το πρόσωπό τους. Κατηγορίες που δεν αφορούν μόνο τη σχέση μας μαζί τους, αλλά τη δική τους σχέση. Μια σχέση που στο μυαλό έχουμε πως πρέπει (!) να είναι ιδανική, διότι εξιδανικευμένοι είναι για μας και αυτοί οι δύο. Γι’ αυτό και συχνά- τις περισσότερες φορές για να είμαστε ειλικρινείς- τους αντιμετωπίζουμε αποκλειστικά ως γονείς. Θυμόμαστε μόνο ένα μέρος από το αληθινό πρόσωπό τους, εκείνο που τους θέλει αποκλειστικά γονείς.

Όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Έχουν κι αυτοί πολλούς ρόλους που συνθέτουν την προσωπικότητα και την ταυτότητά τους. Είναι γονείς, παιδιά των παππούδων μας, αδέρφια των θείων μας. Είναι φίλοι των φίλων τους, είναι εργαζόμενοι ή εργοδότες και το πιο σημαντικό, και δύσπεπτο για μας, τα παιδιά τους, είναι δύο άνθρωποι που αποτελούν ή έστω αποτελούσαν ζευγάρι και άρα έχουν κάθε δικαίωμα να κάνουν όσα κάνουν δύο ενήλικες. Να μαλώσουν, να αγκαλιαστούν, να χωρίσουν, να τα ξαναβρούν, να κρατήσουν μούτρα ο ένας στον άλλον, να φιληθούν στο στόμα, να θυμώνουν ο ένας με τον άλλον. Ακόμα και να μη μιλάνε για λίγο ή περισσότερο καιρό. Κι εμείς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να ανακατευόμαστε στη σχέση τους.

Εκείνοι ως ώριμοι και πιο έμπειροι από εμάς έχουν την ικανότητα να αποφασίζουν οι ίδιοι για το πού θα οδηγήσουν τη ζωή τους, ποια κατεύθυνση θα πάρουν, ποια επιλογή θα κάνουν. Κι εμείς το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να τους έχουμε εμπιστοσύνη.

Διότι όποια επιλογή κι αν έκαναν είχε ένα κόστος, μια συνέπεια. Για εκείνους πρώτα-πρώτα. Γι’ αυτό εμείς τα παιδιά τους δεν πρέπει ποτέ και για κανένα λόγο, όσο συναισθηματικά εμπλεκόμενοι κι αν είμαστε, να ξεχνάμε πως οι γονείς μας είναι δύο άνθρωποι που έχουν δικαίωμα στη ζωή. Χρειάζεται λοιπόν να αγκαλιάζουμε τις επιλογές τους, να τους παροτρύνουμε να κάνουν αυτό που δειλιάζουν. Κι εκείνοι δειλιάζουν. Άνθρωποι είναι. Απλοί. Όπως εμείς, εσύ, εγώ, όπως όλοι.

Χρειάζεται να είμαστε δίπλα τους, να τους ακούμε, να τους φροντίζουμε, να τους νοιαζόμαστε, να τους αγαπάμε, να τους σεβόμαστε. Ως ανθρώπους, όχι μόνο ως γονείς. Όσο μπορούμε. Η σχέση αυτή είναι δυναμική, δεν είναι στατική. Μα για να μπορέσει να φανεί ο τεράστιος δυναμισμός της χρειάζεται να κατανοήσουμε πρώτα εμείς, τα παιδιά πως οι γονείς δεν είναι μόνο γονείς.

Κι αν μπορούσαμε να τους αγαπάμε ανιδιοτελώς, όπως μας αγαπούν εκείνοι; Πόσα από όσα είπαμε και κάναμε θα είχαμε αποφύγει; Για πόσα θα μετανιώναμε;

Για τη Φωτεινή και τον Δημήτρη

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.