Ένας λύκος καθόταν έξω από κάποιο μαντρί και χωρίς φειδώ ένα σωρό ψέματα αράδιαζε στ’ αρνιά για να τα καταφέρει να βγουν έξω και να τα φάει. «Διόλου δε θέλω να σας γευτώ, αρνιά, γι’ αυτό μη φοβάστε να παρουσιαστείτε μπροστά μου, ένα νέο θέλω μονάχα να σας μεταφέρω πολύ εμπιστευτικό, και μόνο στ’ αφτί έχω πάρει διαταγή να σας το πω», ξεφώνιζε έξω απ’ το μαντρί.

Τ’ αρνιά, φυσικά, δεν πίστεψαν το λύκο, γιατί ήταν μαθημένα πια στα τεχνάσματά του. Ωστόσο, τα λόγια του, βαθιά στην καρδιά τα πείραζαν. «Τόσο πράα, τόσο αθώα, τόσο ανόητα θαρρούν όλοι πως είμαστε που θα πιστέψουμε ό,τι κι αν μας πουν και γι’ αυτό κι ο λύκος, τόσο ποντάρει στη χαμηλή νοημοσύνη μας, που νομίζει πως θα χάψουμε τις γελοιότητες που μας αραδιάζει», έλεγαν με παράπονο.

Κι έπειτα, όταν σ’ ένα κουβά με ασβέστη ολάκερος βυθίστηκε για να τα ξεγελάσει, ακόμη πιο απελπισμένα είπαν μεταξύ τους: «Για δες, που τ’ όνομά μας τόσο έχει πια ταπεινωθεί και που για τόσο άβγαλτα όλοι μας λογαριάζουν, που νομίζει πως ούτε ένα λύκο ασβεστωμένο δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε απ’ ένα αρνί».

Σαν αυτά τα αρνιά, λοιπόν, θαρρούμε πως μας λένε ψέματα, διότι στην ισχνή νοημοσύνη μας υπολογίζουν, μα στην πραγματικότητα, καμία ευθύνη δε φέρουμε εμείς γι’ αυτά.

Καταρχάς, του λύκου αυτός είναι ο τρόπος που έχει μάθει γενικά να πετυχαίνει την κατάκτηση πραγμάτων στην αδίστακτη ζωή του και με παγαποντιές κερδίζει πάντα όσα επιθυμεί. Έτσι, λοιπόν, όχι γιατί υποτιμούσε τ’ αρνιά, μα επειδή ήταν πεπεισμένος πως χωρίς ψέματα θα ‘ταν παντελώς αδύνατο να τα πείσει να ανοίξουν την πολυπόθητη είσοδο στο μαντρί τους, προσπάθησε να τα εξαπατήσει. Κι όταν κάποιος μας αραδιάζει ψέματα, λοιπόν, δεν το κάνει επειδή πιστεύει πως είμαστε εύκολη λεία για εξαπάτηση, μα γιατί ο ίδιος δεν έχει μάθει και δεν έχει τη δύναμη διαφορετικά να κερδίσει αυτά που θέλει.

Επιπλέον, όταν κάποιος μας λέει ψέματα, δε σημαίνει πως περιφρονεί το νοητικό μας επίπεδο, καθώς και σ’ οποιοδήποτε άλλον κι αν απευθυνόταν θα έλεγε ακριβώς τα ίδια. Αφού, λοιπόν, θ’ αράδιαζε πάλι ψέματα όποιος και να ‘ταν ο αποδέκτης τους, πάει να πει πως δεν τα λέει γιατί έχει εμάς αντίκρυ του και πως διόλου δεν υποτιμά τη νοημοσύνη μας, εκτός πια, κι αν τόση είναι η πεποίθησή του για την εξυπνάδα του που κάθε εγκέφαλο τον θεωρεί υποδεέστερό του.

Τέλος, κάποιος μας που λέει ψέματα συνήθως έχει επίγνωση ότι διαπράττει κάτι κακό και πως πρέπει να παραλλάξει κάποια στοιχεία ή να τα αποσιωπήσει για κάποιο σκοπό. Επομένως, ο λύκος ξέροντας κι ο ίδιος μέσα του πως δεν ήταν σωστό να ξεπαστρέψει τα αρνιά, δεν του επέτρεπε ούτε κι η αισχρότητά του να ξεστομίσει μια κυνική φράση και ευθέως να τους πει: «Δεν ξέρω πώς την πείνα μου να ξεπεράσω, γι’ αυτό ελάτε έξω που θέλω να σας καταβροχθίσω, αθώα αρνάκια».

Κι έτσι, λοιπόν, τ’ αρνιά δεν μπορούσαν να το διανοηθούν, πως είν’ δυνατό για τόσο κουφιοκέφαλα να τα υπολόγιζε ο λύκος, που τα αίσχη του θα κατάπιναν δίχως δισταγμό. Ώσπου μιαν ημέρα, τον άκουσαν σ’ ένα άλλο πλάσμα τα ίδια ψέματα να αραδιάζει και είπαν: «Κοίτα να δεις που για έναν σεσημασμένο ψεύτη λύκο, σε διαγωνισμό ηλιθιότητας θα δηλώναμε συμμετοχή ακόμη λίγο».

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.