«Συγγνώμη». Αυτό. Μία λέξη, χιλιάδες νοήματα. Πομπός και δέκτης. Αυτός που τη λέει κι αυτός που καλείται να τη δεχθεί. Ίσως η μόνη λέξη που θα έπρεπε ή να αφαιρεθεί από το λεξιλόγιό μας ή να τη χρησιμοποιούμε με όρους ποινής αν την έχουμε πει παραπάνω φορές από όσες έχουμε «περιθώριο». Και φυσικά δεν έχουν άδικο όσοι λένε πως από τότε που υπάρχει η λέξη συγγνώμη έχει χαθεί το φιλότιμο.

Συγγνώμη λοιπόν. Γιατί; Γιατί πληγώσαμε κάποιον; Γιατί είπαμε λόγια που μετανιώσαμε; Γιατί η συμπεριφορά μας προκάλεσε πόνο και θλίψη; Γιατί σκεφτήκαμε πως εντάξει ό,τι έγινε, έγινε, θα ζητήσουμε συγγνώμη; Που τόσο εύκολα θα την πούμε, αλλά πόσο θα την εννοούμε; Κι αφού φτάνουμε στο σημείο να σκεφτούμε τη συγγνώμη σαν το αποτέλεσμα των ενεργειών μας, αναρωτιέμαι γιατί δεν το σκεφτήκαμε νωρίτερα έτσι ώστε να την αποφύγουμε.

Κι εκείνες οι συγγνώμες στις σχέσεις, ακούγονται ακόμη πιο αστείες. «Συγγνώμη γιατί δεν ήμασταν έτοιμοι γι’ αυτή τη σχέση, συγγνώμη, αλλά θα είσαι καλύτερα χωρίς εμένα, συγγνώμη, δεν ήθελα να φτάσουμε ως εκεί». Κι ίσως όλοι μας σαν πρώτη αντίδραση να γελάσαμε, ακούγοντας μια συγγνώμη που ειπώθηκε, όσο ειλικρινής κι αν ήταν. Γιατί το γέλιο είναι η στιγμιαία αντίδραση της συγγνώμης. Όχι μόνο ως ένεση αδρεναλίνης αλλά κι ως άμυνα του οργανισμού μας. Και δεν είναι πάντα εγωισμός να μην μπορούμε να εκφραστούμε απέναντι στη συγγνώμη χωρίς ειρωνεία και τείχη, αλλά κι αδυναμία να ομολογήσουμε ή να δεχτούμε την αλήθεια. Ειδικά τις αλήθειες της σχέσης που είναι ντυμένες με το συναίσθημα, ενοχλούν δέκα φορές περισσότερο.

Οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τα αισθήματά μας, ωστόσο. Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τον σύντροφό μας κατάματα λέγοντας όλα αυτά που μας συμβαίνουν πολύ πριν χρειαστεί να ζητήσουμε συγγνώμη. Γιατί, πάνω απ’ όλα, λέγοντας συγγνώμη ομολογούμε την ενοχή μας, το φταίξιμο που μπορεί και να (μην) έχουμε. «Συγγνώμη που φτάσαμε ως εδώ». Σαν να παραδέχεσαι μια ευθύνη μιας διαδρομής που ουσιαστικά έγινε με κλειστά μάτια. Σαν να λέει κανείς πως «εγώ σε έφερα ως εδώ κι εσύ ήρθες, αλλά φταίω». Είναι η ενοχή του αποτελέσματος ή η συνειδητοποίηση της κατάστασης που οδηγεί στη συγγνώμη αυτή;

Μην ανοίγετε κύκλους με την πεποίθηση πως θα κλείσουν με μια απλή συγγνώμη. Μην αφήνετε τις καταστάσεις να σας παρασύρουν θεωρώντας πως κάποια στιγμή σε βάθος χρόνου θα έχετε την ευκαιρία της συγχώρεσης. Ό,τι δε λύνεται δεν είναι απαραίτητο πως κόβεται. Ξεμπλέκεται κι αν υπάρχει διάθεση, ξαναδένεται από την αρχή με κόμπους πιο ισχυρούς κι άθικτους στο χρόνο. Όταν οι σχέσεις αντιμετωπίζονται με υπευθυνότητα, κανείς από τους δυο δε χρειάζεται να στήσει τον άλλον στο τοίχο για να απολογηθεί και να δικαστεί πριν αποφασιστεί αν λειτουργήσει μια συγγνώμη.

Κι είναι λογικό πως θα υπάρχουν συγκρούσεις κι εντάσεις αλλά λύνονται με επαναπροσδιορισμό κι αυτός καμία συγγνώμη δε χωράει. Η συζήτηση είναι προϋπόθεση επικοινωνίας, όχι μέσο για να φανεί ο ένοχος. Με το να αποφεύγουμε τη συγγνώμη γιατί η σχέση έχει δέσει με στοιχεία πιο δυνατά από μια συγγνώμη, είναι τέχνη. Το να καταφέρνουμε να κάνουμε τη συγγνώμη λέξη άγνωστη στο λεξιλόγιο της σχέσης μας, γιατί δεν την έχουμε ανάγκη, είναι αγάπη. Μια αγάπη που στο όνομά της δε θα κάνουμε τέρατα με σκοπό να τα πνίξουμε μετά με λέξεις, μα εκείνη που χαϊδεύει κάθε που εμφανίζεται τα χείλη, μιλώντας απλά και καθαρά.

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου