Όσες φορές έχουμε επιχειρήσει να πούμε «Εγώ; Ποτέ» αποδεδειγμένα έρχονται στην πορεία όλα τα «ποτέ» και μας φασκελώνουν. Έτσι κι ενώ λέμε σε πράγματα και καταστάσεις πως είναι μακριά από τη λογική και τα πιστεύω μας, ή κατακρίνουμε τους άλλους, διαπιστώνουμε πως δε μένει κανείς έξω από το παιχνίδι της ζωής όταν αυτή αποφασίζει να παίξει μαζί μας και δη, με όχι και τους ευνοϊκότερους όρους.

Θα ξεκινήσουμε λέγοντας δεν έχει φύλο η απιστία. Έχει μόνο δικαιολογίες κι αιτίες. Μιλάμε για φθορά, γι’ ανικανοποίητη ερωτική ζωή, για ρουτίνα ή για εξαφάνιση των συναισθημάτων που ως αποτέλεσμα οδηγούν σε μια παράλληλη σχέση. Όχι φυσικά στη λήξη της υπάρχουσας προβληματικής σχέσης, καθώς είμαστε και «παρτάκηδες», τα θέλουμε όλα. Δεχόμαστε τη σχέση μας ως προβληματική κι αναζητούμε δεκανίκι στον τρίτο άνθρωπο -σωτήρα– που θα μας βγάλει από το συναισθηματικό κι ερωτικό μας τέλμα, προσφέροντάς μας, μια σχέση ελεύθερη από τα άγχη της καθημερινότητας, απενεχοποιημένη, συναισθηματικά διανθισμένη από όμορφα λόγια και πράξεις. Κι έτσι, ζουν αυτοί καλά στην πολυγαμική ζωή τους και το τρίτο πρόσωπο χρίστηκε ως η λύση που περίμεναν χρόνια, το «γιατί να έρθεις τόσο αργά στη ζωή μου» ή «μου άλλαξες τον κόσμο μου, σ’ ευχαριστώ».

 

 

Το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση, τώρα, ζει την πιο ψυχοφθόρα διαδικασία σε βάθος χρόνου. Οι άνθρωποι-τρίτα πρόσωπα, χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που αγνοούν πως έχουν τον τίτλο, ξέροντας πως είναι η μία και μοναδική σχέση και στους άλλους που συνειδητά το αποφασίζουν. Οι μεν πρώτοι ίσως και να μη μάθουν ποτέ πως ήταν μια παράλληλη σχέση, καθώς θα τελειώσει απρόσμενα, όπως άρχισε, ή θα το διαπιστώσουν συνήθως από μια λεπτομέρεια που θα ξεφύγει από το τέλεια οργανωμένο έγκλημα του άλλου. Όλοι οι υπόλοιποι που ξέρουν πως μπαίνουν σε μια σχέση ως τρίτα πρόσωπα παλεύουν μεταξύ του θύτη και θύματος σ’ αυτή τη σχέση.

Πρωτίστως, βαπτίζεται παράνομη σχέση. Συνεχίζεται με βομβαρδισμούς κατακρίσεων, απόρριψη από το οικείο ή φιλικό περιβάλλον -αν γίνει γνωστή κι αν δε γίνει, θα λειτουργεί υπό άκρα μυστικότητα καθώς είναι το πρωτεύον κριτήριο επιβίωσής της. Το τρίτο πρόσωπο, όμως, σε μια σχέση αποφασίζει αν θέλει συνειδητά κι αφού γνωρίζει όλο το ιστορικό, να εμπλακεί. Το επιλέγει με προσωπικά του κριτήρια γιατί δε θέλει σοβαρή σχέση και δεσμεύσεις, υποχρεώσεις. Απολαμβάνει τη μοναχικότητά του, δεν αφήνει κανέναν να ελέγξει τη ζωή του και περνάει καλά αποδεχόμενο μια πραγματικότητα. Ορίζει το ίδιο όρια και φυσικά εδώ περνάνε κι οι άλλοι καλά κι εκείνο καλύτερα.

Τι συμβαίνει όμως σε εκείνες τις άλλες περιπτώσεις που έρχεται το συναίσθημα να παραβλέψει τη λογική; Που ξέρουμε πως μοιραζόμαστε έναν άνθρωπο με τον οποίο είμαστε ερωτευμένοι, είμαστε παθιασμένοι και καταλήγουμε να δίνουμε περισσότερα απ΄ όσα παίρνουμε; Φτάνουμε στο σημείο να παίρνουμε την ευτυχία με το σταγονόμετρο ενώ μέσα μας ξέρουμε πως δε μας φτάνει. Το φωτοστέφανο του θύματος σ’ αυτή την περίπτωση είναι πάνω από το κεφάλι μας και για ν’ αποποιηθούμε τον παραπάνω τίτλο ψάχνουμε να πείσουμε τον εαυτό μας γιατί παραμένει. Σπάνια είναι όμως πιστευτές οι δικαιολογίες που βρίσκουμε, καθώς θα πρέπει να ξέρουμε πως οι άλλοι δε θα αφήσουν τη σχέση τους για να είναι μαζί μας· το πιο πιθανό είναι ν’ αφήσουν εμάς όταν αρχίσουμε ν’ αναρωτιόμαστε πού θα πάει όλο αυτό- για μια άλλη σχέση. Δεν υπάρχει τίτλος σ’ αυτή τη σχέση. Δεν είναι δεσμός, δεν είναι σοβαρή σχέση, δεν είναι μια αρχή που θα φέρει ένα αίσιο τέλος. Δεν περιμένουμε ν’ αλλάξουν τη ζωή τους για χάρη μας- ίσως το αντίθετο.

Και κάπου εδώ υπάρχουν και ‘κείνοι που θεωρούν το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση θύτη. Αλήθεια γιατί; Μπορεί να συναινέσαμε για τους δικούς μας λόγους να εμπλακούμε σ’ αυτό το παιχνίδι, αλλά οι άλλοι έχουν επιλέξει χωρίς πιέσεις να έχουν μια τέτοια είδους σχέση. Ίδια ευθύνη κι ίσα μερίδια. Στη ζωή μας εμείς είμαστε οι ρυθμιστές μας. Αν έχουμε αποφασίσει να είμαστε το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση, ας το κάνουμε, αλλά να είμαστε οι πρωταγωνιστές κι όχι οι κομπάρσοι των άλλων. Να παραμείνουμε όσο περνάμε όμορφα κι όταν νιώσουμε πως πιεζόμαστε ή όλο αυτό δεν είναι πλέον ζητούμενό μας, ν’ αποχωρήσουμε. Να ζούμε τη δική μας ζωή και να μην είμαστε δεκανίκι στων άλλων.

Σ’ αυτού του είδους τις σχέσεις ζούμε το τώρα, ζούμε το παρόν. Κι αν τα συναισθήματα μάς πλησιάζουν όλο και περισσότερο, θα πρέπει να μάθουμε να κρατάμε αποστάσεις ασφαλείας απ’ αυτά. Ναι, δεν είναι εύκολο. Αλλά δεν είναι, επίσης, εύκολη η επιλογή μας. Γιατί όσο είναι επιλογή μας θα φροντίσουμε να την προστατέψουμε, να τη φροντίσουμε, να τη ζήσουμε. Κι αν δε νιώθουμε καλά, φεύγουμε. Και το τελευταίο είναι ο χρυσός κανόνας του τρίτου προσώπου σε μια σχέση. Δεν τον διαπραγματευόμαστε.

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου