Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από το έγκλημα στα Τέμπη, όπου εν έτει 2023, δυο τραίνα πορευόταν μετωπικά στον ίδιο πανελλαδικό σιδηροδρομικό άξονα της χώρας μας που ανήκει στη Δύση. Ορμώμενη από αυτό το γεγονός θα ήθελα να μοιραστούμε κάποιες σκέψεις, προκειμένου να καταλάβουμε όλοι μας για ποιον λόγο ζούμε από θαύμα στις χώρα τούτη.

Διαχρονικά ο λαός μας ήτο ένα παράξενο μείγμα στη διαχείριση της πολιτικής του σκέψης, ακόμα κι όταν υφίσταντο ως δίπολο το πολιτικό ζεύγος των Μακρυγιάννη-Τρικούπη. Δεν ξέρω αν πρόκειται για κάποιο είδος πολιτιστικής κληρονομιάς που περνάει από γενιά σε γενιά κι εν τέλει αφομοιώνεται στο DNΑ του πληθυσμού, αλλά η μέχρι τώρα ιστορία έχει δείξει πως έχουμε πολλές ευθύνες για το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Κάποτε, ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε πει την έκφραση «Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση» κι έτσι έγινε, το ζήτημα είναι, όμως, πώς πορεύεται αυτή η χώρα, πώς τόσο η κομματοκρατία όσο και η πελατοκρατία έχουν αποτελέσει δομικά στοιχεία της θεμελίωσης αυτού του τόπου. Και ναι, το πελατειακό κράτος που έχει γαλουχηθεί κι έχει αναδιαμορφώσει συνειδήσεις πάνω από 200 χρόνια, μπορεί να θεωρηθεί συνυπεύθυνο για τα περισσότερα δεινά που έχει περάσει το γένος.

Κάποτε επί Όθωνος υπήρξε το «Σύνταγμα Συνάλλαγμα» όπου καλώς υπήρξε εκείνη την εποχή, ονομάστηκε έτσι, όμως, καθότι ναι μεν τους έδινε Σύνταγμα, αλλά τους έβαλε και υποχρεώσεις. Συνεπώς υπήρξε μια συνθήκη συναλλαγής ανάμεσα στην εξουσία και στον λαό. Κοιτώντας λίγο την ιστορία, αν θα μπορούσε να γίνει κάποια παραλλαγή σε αυτή τη φράση, θα ήταν πως ζούμε σε ένα καθεστώς η οποία οριοθετείται ως «πολιτική και συνάλλαγμα». Κι αν θέλουμε εναλλακτική, η φράση στην εποχή των μνημονίων από πρώην Υπουργό (της χρυσής εποχής), «μαζί τα φάγαμε», ίσως είναι η πιο ρεαλιστική και ταιριαστή φράση των τελευταίων δεκαετιών, καθώς περιγράφει λυρικά την πραγματικότητα, η οποία δεν είναι άλλη από την εξής μία: Ναι, δεν έχουν ευθύνη μόνο τα πρόσωπα της εξουσίας, αλλά και ο κόσμος που τη διαλέγει.

Όταν πρώτο μέλημα ενός πολίτη ήταν και είναι να κοροϊδέψει το ίδιο το κράτος για να πάρει τυχόν επιδότηση/αποζημίωση/ θέση στο δημόσιο, τότε συμμετέχει κι εκείνος στη διαφθορά και βάζει το δικό του μικρό λιθαράκι σε αυτό που λέγεται πελατειακή σχέση. Απόρροια τούτου, να έχει χαθεί το πραγματικό νόημα της Πολιτείας έναντι των πολιτών για μια ευδαιμονική κοινωνία, αλλά και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο Κράτος, καθώς δεν εξασφαλίζει τη στοιχειώδη ασφάλεια προς τους πολίτες του (όσο κι αν χτυπιέται για το αντίθετο).

Με αυτό τον τρόπο φτάνουμε κάπως δειλά σε κείνη τη μοιραία νύχτα, όπου δεν υπήρχε ένα σύστημα ασφαλείας (παρ’ όλο που ανήκουμε στη Δύση), προκειμένου να ανιχνεύσει πως τα δύο τρένα είναι αντιμέτωπα στον ίδιο άξονα. Ο σταθμάρχης ακούγεται να λέει «πάμε και όπου βγει», αλλά δε βγήκε, όχι εκείνο το βράδυ. Δε φάνηκαν τυχεροί κι η έλλειψη υποδομών, η αδιαφορία, όπως κι η ανευθυνότητα των ανθρώπων δεν κατάφεραν να πάρουν ξανά συγχωροχάρτι. Έλαμψαν δια της παρουσίας τους, καθότι αποδείχθηκε πως ο υπάλληλος της εν λόγω βάρδιας, ήταν μια ακόμη πολιτική τοποθέτηση, χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα και πολύ βολικά μπόρεσε να γίνει έπειτα ο αποδιοπομπαίος τράγος. Επίσης, τα συστήματα ασφαλείας ήταν ανύπαρκτα, καθ’ ότι είχαν αμελήσει να τα αντικαταστήσουν ή να τα φτιάξουν εκ νέου, και πολύ βολικά αυτό μπόρεσε να γίνει πολιτικό πινκ-πονκ μεταξύ κυβερνήσεων. Συνεπώς, οι πολιτικοί διαμορφώνουν τους πολίτες και οι πολίτες τους πολιτικούς, δομώντας ένα πλαίσιο διαφθοράς και «βόλεψης» όπου κανείς δε φταίει και φταίνε πάντα όλοι.

Σήμερα, κάποιοι γονείς δεν μπαίνουν στα δωμάτια των παιδιών τους επειδή δεν είναι εκεί κι ούτε πρόκειται να έρθουν, διότι το κράτος φρόντισε για αυτό. Ήρθε η ώρα να αναλογιστούμε τις δικές μας ευθύνες απέναντι σε όλη αυτήν την παθογένεια. Να αναρωτηθούμε ως πότε θα δεχόμαστε ακατάλληλα νοσοκομεία, ακατάλληλα σχολεία, ακατάλληλες μεταφορές. Για ποιον λόγο θα πρέπει να λυπόμαστε μετά από κάθε άδικη απώλεια, λέγοντας τα αυτονόητα.

Και στην τελική, ας γίνουμε η Δύση που διατυμπανίζουμε πως θέλουμε ν’ ανήκουμε.

Συντάκτης: Αμέλια Έβανς
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου