Αν δεν είσαι στο πλάνο, είσαι αυτός που τραβάει τη φωτογραφία. Μια άλλη στιγμή, κάπου άλλου, μία μόνο στιγμή που πέρασε μέχρι να κοιτάξεις αλλού ή να βάλεις το ένα πόδι μπροστά στο άλλο για να πας παρακάτω, ήσουν εσύ στο πλάνο.

Όλες τις φορές που ένιωσες μοναξιά, αλλά απ’ τα κορμιά γύρω μετά βίας έπαιρνες ανάσα, όλες εκείνες τις άλλες που δεν ένιωθες τίποτα, απλώς περίμενες να περάσει η ώρα ή το πέρασμά σου στο πλάνο, όλες εκείνες που ήσουν πλήρης, γιατί έχασες την αίσθηση του χρόνου κι αυτό είναι πάντα τονωτικό για τον κάθε σου μονόλογο όταν γυρνάς σπίτι, όλες αυτές τελικά που μοιραστήκατε και κάτι άλλο εκτός απ’ το πλαίσιο ενός πλάνου, την εικόνα στη μνήμη του καθενός και την κοινωνικοποίηση στιγμών, ωρών και συνευρέσεων, με τον χρόνο να κυλάει το ίδιο όπως πάντα, «τικ τακ» απαράλλαχτα αδιάκριτα για όλες τις στιγμές παγκοσμίως, όμως να γίνεται πλαστελίνη που τεντώνει και σχηματίζεται σε παράταση σε εκείνες τις στιγμές που ρουφήξαμε μέσα μας εκείνο το άλλο.

Έχουμε φορέσει σε όλες τους τις παραλλαγές όσα χρόνια περπατάμε στη Γη, στον κόσμο μας, στα αισθήματά μας και σε όσα επιδρούν στο σώμα μας σαν αλλά κύματα στη μούρη, λέξεις χιλιοειπωμένες όπως «βαθιά», «πάντα», «μέσα» και το κλισέ τους έχει γίνει πια το χαλί που δεν μπορεί να τραβήξει κάνεις κάτω απ’ τα πόδια μας όταν αρχίζουμε και τελικά εδραιώνουμε το βίωμά τους πάνω μας. Γιατί, όσο χρόνο και να σπαταλάμε στα καθέκαστα, όση ζωή κι αν ξοδεύουμε στις διαδικασίες και στα περιττά, όση ενέργεια κι αν δε μας περισσεύει άλλο, τις απαιτήσεις θέλουμε πάντα να βιώνουμε.

Να διεισδύει κάτι στους πόρους μας παραπάνω από ανατριχίλα, να παγώνει και να βράζει κάτι κάτω απ’ το δέρμα μας παραπάνω από αίμα, να φτάνει αστραπιαία στα μάτια μας κάτι ισχυρότερο από δάκρυα, να μας ξεφεύγει κάτι παραπάνω από γέλιο. Και το ξέρουμε όσο και την παλάμη μας πια ότι μόνο με τους άλλους θα φτάσουμε στην έκταση όλων αυτών. Οι άνθρωποι είναι το μόνο που έχουμε. Μόνο μέσα από αυτούς θα φτάσουμε ολοκληρωτικά σε εμάς. Γι’ αυτό έχουμε απαιτήσεις. Να μας νιώθουν τόσο βαθιά όσο έχουν νιώσει τον εαυτό τους. Λες και θα μπορούσαν κι αλλιώς.

Οι άνθρωποι, όσοι μας πρέπουνε κι όσοι μας αποστρέφονται, όσοι κυνηγάμε κι όσοι δε μας φτάνουν, όσοι θέλουμε κι όσοι θέλουν άλλους, όσοι κατακτήσαμε κι όσοι ήρθαν μοιραία, μόνο έτσι αναπνέουν κι οι ίδιοι. Μας νιώθουν τόσο βαθιά όσο έχουν νιώσει τον εαυτό τους, γιατί αυτή είναι η ρύθμιση που κληρονόμησαν χάρη στην τόσο εύθραυστη υπόστασή τους, όσο κι η δική μας. Ανάλογα πού πάει το βάθος ανακαλύπτουμε κι οι ίδιοι πόσο κολυμπάμε, πόσο αντέχουμε το κουπί και πόσο θα μας πάρει να μάθουμε να μην πνιγόμαστε ή να μη θέλουμε να βυθίσουμε τους άλλους.

Για αυτό καμία φορά όταν αγκαλιαζόμαστε, ερχόμαστε και συναρμολογούμαστε. Όχι πως δεν ξέραμε τη θέση τη σωστή των κομματιών και των μερών μας, αλλά είναι που πάντα τα παραπάνω χέρια σηκώνουν και κρατάνε και παραπάνω βάρος. Ωστόσο, μέσα σε όλα τα βαθιά και τα παραπάνω είναι κι αυτοί, ή ακόμα κι εμείς οι ίδιοι που άλλοι μας αποκαλούν «αυτοί», που πήγαμε μέχρι εκεί που πήγαινε, που νιώσαμε εαυτούς κι αλλήλους όσο μας έπαιρνε κι αφήσαμε τα από άλλου φερμένα και τα άλλου κόσμου και νοήματος γι’ αυτούς που τα άντεχε το κορμί τους.

Αν πάλι κανείς δεν ήταν τόσο τολμηρός ή περίεργος, ας έπεφταν και στο κενό, αρκεί να μην πέφταμε εμείς και παίρναμε μαζί και τους άλλους που μας συναρμολογούν ή μας αδειάζουν, γιατί τους χρειαζόμαστε όλους εξίσου να βιώνουμε μέχρι εκεί που μπορούμε, μέχρι ‘κεί που δεν μπόρεσε ποτέ κανείς πριν, μέχρι εκεί που σταματήσαμε να δούμε τη θέα ή τις πληγές στα γόνατα. Βίωσαν όμως κι αυτοί. Έχουν να πουν ιστορίες τόσες όσες κι οι άλλοι, τόσες όσες κι όλοι.

Είτε στο δικό τους «βαθιά» είτε στο δικό σου «ρηχά», να θυμάσαι ότι σε ένιωσαν μέχρι εκεί και τόσο απόλυτα όσα ένιωσαν τον εαυτό τους. Είτε επειδή θέλησαν είτε επειδή έτσι βγήκε, γιατί δεν υπάρχει πιο αυτοσχέδια κατασκευή από την ανθρώπινη. Γι’ αυτό όσο γκρεμίζουμε, φτιάχνουμε, σηκώνουμε, ρίχνουμε, βρίσκουμε, χάνουμε, αφήνουμε και μας αφήνουν, να μην πάψουμε ποτέ να νιώθουμε ο ένας τον άλλον. Γιατί θα ‘μαστε πάντα ό,τι έχουμε και δεν έχουμε και στο σκοτάδι μετά απ’ το φλας.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη