Κάθε φορά που δύο σώματα έρχονται σε επαφή, δύο χείλη ενώνονται και κατρακυλούν στην απόλαυση, η δiείσδυση γίνεται όλο και εντονότερη και η κορύφωση είναι το μόνο σημείο τερματισμού, καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι να συγκρατήσεις τις ανάσες σου που γίνονται όλο ένα και πιο βαθιές αλλά και τη φωνή σου. Δεν το πολυσκέφτεσαι, βασικά δεν το σκέφτεσαι καθόλου, ούτε αναλογίζεσαι αν αυτό που θα πεις θα καταφέρει να φτάσει εσένα και το ταίρι σου στην ολοκλήρωση.

Αυτό που ξέρεις όμως είναι πως τα βογγητά, τα επιφωνήματα, οι βρόμικες ίσως λέξεις αλλά και οι προσφωνήσεις προς το ταίρι σου, σού βγαίνουν αβίαστα, αυθόρμητα και καθόλου επιτηδευμένα, γιατί εσύ, το σώμα και το μυαλό σου βρίσκονται σε πλήρη νιρβάνα. Σύμφωνα με έρευνες το 83,5% του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της επαφής αναστενάζει και βογκάει έντονα, το 43,5% φωνάζει ενώ το 75% αρέσκεται στις βρόμικες και ερωτικές κουβέντες. Εκείνο όμως που κάνει τη διαφορά είναι το μεγάλο ποσοστό που τη βρίσκει κι ερεθίζεται ακόμα περισσότερο όταν ακούει το όνομά του. Δε μιλάμε για τα χαϊδευτικά, σ@ξ@υαλικά ή γλυκούλια παρατσούκλια που ίσως να έχετε δώσει ο ένας στον άλλον, μιλάμε για την προσφώνηση του ονόματος όπως «Γιάννη», «Μαρία», «Γιώργο», «Αντιγόνη», «Αναξαγόρα» ή όπως τέλος πάντων τον έχουν βαφτίσει τον άλλον.

 

 

Φωνάζοντας το όνομα του συντρόφου μας κατά τη διάρκεια της πράξης φτιάχνουμε μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερη, που αφορά μόνο σ’ εμάς τους δύο. Επειδή το όνομα από μόνο του είναι κάτι προσωπικό, κάτι που ανήκει στον κάθε ένα ξεχωριστά και δύσκολα μεταποιείται ή αλλάζει, καθώς θα χρησιμοποιηθεί σε μια τέτοια έντονη στιγμή κατευθείαν «τρελαίνει» τον εγκέφαλο. Ουσιαστικά εκείνο που κάνει τόσο @φροδισιακό το άκουσμα και μόνο του ονόματος στο κρεβάτι, εκεί που τα χέρια γραπώνουν τα σκεπάσματα και ο ιδρώτας κατακλύζει το κορμί, είναι η σύνδεση της πράξης με κάτι τόσο προσωπικό.

Το όνομά μας είναι εκείνο που μας τραβάει την προσοχή, οπότε η αναγνώριση που μας δίνει ο άλλος μέσω της προσφώνησής του επιβεβαιώνει θετικά πως εμείς είμαστε εκείνο το πρόσωπο που θα ήθελα να βρίσκεται δίπλα του, ανάμεσα στα πόδια του, πάνω του, πίσω του ή σε όποια στάση του αρέσει. Κι επειδή από τη φύση μας, μας εξιτάρει να κάνουμε πράγματα δικά μας, η προσφώνηση του ονόματος είτε από μας στο ταίρι μας είτε vice versa, ενισχύει την αίσθηση του ανήκειν. Έτσι το μυαλό μας νιώθει κτητικότητα και στέλνει σήμα στο υπόλοιπο σώμα να δράσει εντονότερα για να πετύχει το στόχο, να κάνει το άλλο σώμα δικό του. Είναι λες και φωνάζεις στο ταίρι σου πως θέλεις να σε κάνει δικό του και εγκεφαλικά κλειδώνεις με το όνομά του, πως εκείνο μονάχα χρειάζεσαι για να σε φτάσει στην κορύφωση. Πως αυτό που θέλεις είναι τα δικά του χέρια να σε αγγίξουν, τα δικά του χείλη να σε φιλήσουν και το δικό του κορμί να ενωθεί με το δικό σου.

Η καθηγήτρια ψυχολογίας Dr. Michelle Drouin αναφερόμενη στους στους λόγους που το όνομα μας κατά την επαφή είναι πέρα για πέρα «ανεβαστικό» εξηγεί ότι είναι στη φύση του ανθρώπου αλλά και πρωταρχικός του στόχος να αναζητά την ιδιοκτησία, τη συντροφικότητα και την αγάπη. Έτσι όταν σε μια στιγμή πάθους το άτομο που μας δiεγείρει ούτως η αλλιώς μας φωνάξει με το όνομά μας ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανάγκη για ιδιοκτησία. Η χρήση λοιπόν του ονόματος κατά την πράξη οδηγεί σε μια έκρηξη που δiεγείρει περισσότερο τόσο εμάς όσο και το ταίρι μας.

Βέβαια, υπάρχει πάντα και άλλη πλευρά, γιατί η προσφώνηση του ονόματος κατά την επαφή -όπως και όλα τα πράγματα στη ζωή-, δεν είναι για όλους. Όπως δεν είναι για όλους τα ερ@τικά παιχνίδια ή βοηθήματα, οι στολές, τα βρoμόλογα, κ.λπ. έτσι και με το όνομα. Είτε σου καίει τον εγκέφαλο για μια κορύφωση, είτε δε σου κάνει καμιά διαφορά. Ένας τρόπος μόνο υπάρχει για να το μάθεις, αρκεί να φωνάξεις το όνομα του συντρόφου σου ή να ζητήσεις να πει το δικό σου.

ΥΓ.: Εσύ θα ανακαλύψεις αν ερεθίζεσαι στο άκουσμα του ονόματός σου ή αν ερεθίζει το ταίρι σου;

Συντάκτης: Δέσποινα Κυριάκου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου