Αποφασίσατε να χωρίσετε συνειδητά κι από κοινού. Χωρίς δράματα, χωρίς μιζέρια, χωρίς φωνές, κλάματα και καβγάδες. Απλώς το πήρατε απόφαση. Τα βάλατε κάτω, τα συζητήσατε και είδατε πως δε σας βγαίνει το μέτρημα. Είδατε πως ίσως, τελικά, καλύτερα να είστε δύο γνωστοί που αγαπήθηκαν πολύ, που έκαναν τρομερά παιχνίδια ερωτικά, που είχαν όμορφες κουβέντες να πουν και τίποτα άλλο. Τίποτα περισσότερο ή λιγότερο.

Κι όμως, όσο κι αν αυτό ακουγόταν το ιδανικό, δεν ήσασταν εκείνο που ο ένας ήθελε για τον άλλον επειδή στην τελική, όσο ωραία κι απλά κι αν ήταν τα πράγματα, τα θέλω φώναζαν για εκείνα που ο άλλος δεν μπορούσε να δώσει. Γι’ αυτό, σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι, όπως είπε κάποτε ο Καβάφης, δώσατε ένα τέλος. Έτσι απλά, έτσι αθόρυβα. Βλέπεις, υπάρχουν κι οι χωρισμοί όπου δεν υπάρχει δράμα, καβγάς, μηνύματα που μοιάζουν με μυθιστορήματα, ατελείωτα τηλέφωνα, κλάματα και φωνές σε διαμερίσματα με πόρτες να κλείνουν με κρότο και γείτονες που ακούνε όσο ο ένας εξιστορεί όλα τα κακά που του έχει κάνει ο άλλος, κλαίγοντας. Υπάρχουν άνθρωποι που χωρίζουν τους δρόμους τους χωρίς απαραίτητα να μισεί ο ένας τον άλλον. Απλώς γιατί έπρεπε, επειδή διάλεξαν διαφορετικά μονοπάτια συνειδητά. Αγκαλιάστηκαν, χαιρετήθηκαν, ευχαρίστησαν ο ένας τον άλλον για τις όμορφες στιγμές. Κι ύστερα χώρισαν.

«Όσο μεγαλύτερο το δράμα στο χωρισμό τόσο περισσότερο έχεις αγαπήσει» λένε, λες και το δράμα είναι μονάδα μέτρησης για τα συναισθήματα κάποιου. Δε λέω, έχω κι εγώ φωνάξει, έχω κι εγώ μισήσει -πόσο δυνατή αυτή η λέξη- έχω κι εγώ πονέσει και θυμώσει και βρίσει τον άνθρωπό μου βάζοντας τέλος σε σχέσεις που τελικά, έπειτα, κατάλαβα πως δεν άξιζαν το δράμα μου. Κι έχω ακούσει να μου λένε ότι «όσο πιο πολύ παιδεύεσαι τόσο πιο πολύ αγάπησες» και τους έχω κι εγώ πιστέψει σαν μωρό που πιστεύει στον Άγιο Βασίλη. Μεγαλώνοντας όμως, και μαθαίνοντας πως ο Άγιος με τα κόκκινα ρούχα, τη γενειάδα και τη γλυκούτσικη κοιλιά δεν είναι παρά μόνο δημιούργημα της εμπορικότερης διαφήμισης στον κόσμο, κατάλαβα πως το δράμα κατά τον χωρισμό δε φανερώνει απαραίτητα το πόσο πολύ αγαπήθηκαν δύο άνθρωποι.

Ξέρεις, η αγάπη δεν έχει συγκεκριμένους δείκτες μέτρησης, ούτε και κρύβεται στον πόνο. Δεν είναι συναίσθημα συνυφασμένο με τη δυσκολία, την προσπάθεια και τη σπουδαιότητα, όπως μπορεί να πιστεύουμε. Διότι ποιος είπε πως επειδή δε φώναξες, δεν έβρισες ή δεν έκλαψες καθισμένος στο πάτωμα περιτριγυρισμένος από χαρτομάντιλα, δεν αγάπησες ή δεν ένιωσες; Ποιος έχει αποφασίσει πως έτσι φανερώνεται το πόσο πολύ αγάπησες τον άλλον; Τα πόσα έδωσες και πόσο σε πείραξε; Είναι και άνθρωποι βλέπεις που δε θα κάνουν τίποτα από αυτά. Θα πονέσουν μέσα τους μα δε θα φωνάξουν. Θέλει πραγματική δύναμη κι ωριμότητα ψυχής για να φύγεις χωρίς να βγάλεις άχνα, χωρίς να δώσεις πόνο.

Χωρίζοντας ήσυχα δε σημαίνει πως δεν αγάπησες ή δεν αγαπήθηκες, σημαίνει πως ωρίμασες και γνωρίζεις ότι πια δε χωράνε οι παιδικές αντιδράσεις στη ζωή σου. Χωρίζοντας ήσυχα δε σημαίνει πως δεν ήθελες να κλάψεις ή να φωνάξεις ή να προσπαθήσεις, σημαίνει πως πια κατάλαβες ότι οι ώριμοι χωρισμοί γίνονται μόνο με ώριμους ανθρώπους κι εσύ έχεις ωριμάσει τόσο, ώστε να γνωρίζεις ότι για να είναι η ψυχή σου ήρεμη, πρέπει να ευχηθείς τα καλύτερα και να φύγεις.

Είναι λεπτή η γραμμή ανάμεσα σε έναν ώριμο, ειλικρινή χωρισμό ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που ένιωσαν τα πάντα και χώρισαν επειδή τα θέλω τους δεν ταίριαζαν, και σε εκείνους που χώρισαν επειδή δεν αγαπήθηκαν. Είναι λεπτή η γραμμή γι’ αυτό και έχουμε ως άνθρωποι μπερδέψει τα κλάματα και τις φωνές την ώρα του χωρισμού με ένδειξη πραγματικής αγάπης. Αυτός ο μικρός θάνατος, όπως πολύ όμορφα έχει περιγραφεί ο χωρισμός, δεν έχει μόνο μια οδό για τον τρόπο με τον οποίο θα τον βιώσει κάποιος. Και σίγουρα δε σημαίνει πως άμα δεν έκλαψες, δε φώναξες, δε χτυπήθηκες δεν αγάπησες και δεν αγαπήθηκες.

Συντάκτης: Δέσποινα Κυριάκου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου