Αρχίζει και χαράζει. Οι φίλοι μου με γυρίζουν σπίτι και μ’ ακούν να τραγουδάω και να φωνάζω τ’ όνομά σου, γι’ ακόμη μια φορά. Μ’ ακούν να σε βρίζω δυνατά και χωρίς καμία ντροπή, για να μάθουν κι αυτοί πόσο λίγος άνθρωπος ήσουν. Οι φίλοι μου με γυρίζουν σπίτι, μετά από ένα ακόμη ξενύχτι, βλέποντάς με να ξερνάω κάθε ηλίθιο συναισθηματισμό, που άφησα να υπάρχει μέσα μου για σένα. Κι εγώ γελάω, για να τους δείξω πως όλα είναι καλά κι ας ξέρουν εκείνοι ότι δεν είναι.

Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις, αυτά που δε σ’ άφησα εγώ να μάθεις. Τόσες βρισιές, τόσα παράπονα και κυρίως τόσα συναισθήματα που προσπάθησα βίαια να πνίξω, γιατί ήταν πολλά για σένα και δεν ήσουν ικανός να τα δεχτείς.

Υπήρξαν βράδια που κρατήθηκα μ’ όλες μου τις δυνάμεις και δε σου ‘στειλα κανένα μεθυσμένο μήνυμα. Βράδια που ‘χασα εντελώς τον ύπνο μου και τα χαράμισα για πάρτη σου. Βράδια που η επιθυμία με νικούσε, όμως κατάφερνα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μην έρθω να σε βρω. 

Είναι λογικό να μην ξέρεις, αφού οι στιγμές που σε βόλευαν να υπάρχω ήταν εκείνες οι ελάχιστες, πάνω στα μπερδεμένα σεντόνια και στρώματα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να γνωρίζεις όσα μόνος σου απέρριψες, πριν καν ειπωθούν.

Υπάρχουν όμως, κι εκείνοι που ξέρουν. Αυτοί που πήραν για λίγο τη θέση και τ’ αυτιά σου, δίνοντάς μου την ευκαιρία να βγάλω από μέσα μου όλα εκείνα που μ’ έκαιγαν. Αυτοί που με δέχονται χωρίς περιορισμούς και συμβάσεις. Αυτοί που με δέχονται ολόκληρη και δε διαλέγουν μόνο τα κομμάτια που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Αυτοί που μπόρεσαν να με ηρεμήσουν και να με κουμαντάρουν, κάτι στ’ οποίο εσύ απέτυχες παταγωδώς. Αυτοί, λοιπόν, είναι οι φίλοι μου.

Οι φίλοι μου μ’ έχουν ανεχθεί να τους μιλάω ώρες για σένα. Ξέρουν γιατί σ’ ερωτεύτηκα και γιατί το πήρα πίσω. Ξέρουν όλα εκείνα τα «δεν πειράζει» που σου είπα, ενώ στην πραγματικότητα με πείραζαν πολύ. Ξέρουν κάθε «άντε μου στο διάολο» που έπνιξα μέσα μου και κάθε «μείνε» που ποτέ δεν τόλμησα να σου πω. Οι φίλοι μου γνωρίζουν όλα όσα θέλησα από σένα και ποτέ δε ζήτησα. Γνωρίζουν όλα εκείνα τα σενάρια, που έπλασα στο μυαλό μου για μας και δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα.

Τα ξέρουν λοιπόν, όλα. Γιατί μερικές φορές, αν όχι όλες, είναι πολύ πιο εύκολο να πεις σε τρίτους αυτά που θέλεις, παρά στον άμεσα ενδιαφερόμενο. Μπορείς να γλιτώσεις πολλά, όπως τσαλαπατημένο εγωισμό, πιθανή απόρριψη και μια φευγάτη αυτοπεποίθηση. Άλλωστε, όταν ανοίγεσαι στον άλλον, τον αφήνεις να μπει μέσα στις σκέψεις σου. Και ξέρεις καλά πως απ’ αυτά που κουβαλάς μέσα σου, δεν ξεφεύγεις ποτέ. Οι φίλοι είναι το μεγαλύτερο στήριγμα, πόσο μάλλον κάτι τέτοιες ώρες.

Αν θελήσεις, κάποια στιγμή, να μάθεις τι ένιωσα για σένα, αν ωριμάσεις ποτέ αρκετά για κάτι τέτοιο, ρώτα τους φίλους μου. Ξέρουν καλυτέρα απ’ τον καθένα. Γιατί εγώ δε θα επιλέξω ποτέ να σου πω τι κρύβω μέσα μου. Δε θα ρισκάρω ποτέ να σου δώσω μια θέση, που δεν άξιζες και δεν ήθελες να ‘χεις.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ελευθερία Ηλιοπούλου