Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Βασιλική Μουτζούρη.

 

Ήταν μέσα Ιουνίου. Ζέστη, ήλιος, παρέες ό,τι περιμένει κάθε άνθρωπος από ένα όμορφο καλοκαίρι. Καθώς έπινα λοιπόν, καφέ με τη φίλη μου, ήρθε στη ζωή μου εκείνος. Εκείνος, τότε ένας άγνωστος, μετέπειτα ο έρωτας της ζωής μου. Εκείνος, ψηλός, μελαχρινός και πολύ ωραίος. Όταν τον πρωτογνώρισα βέβαια, να πω την αλήθεια μου, δεν τον βρήκα και τον τύπο που θα έλεγε κανείς: Ναι, αυτός είναι ο τέλειος άνδρας. Ποιος να περίμενε το πώς θα εξελισσόταν…

Ήρθε λοιπόν προς το μέρος μας για να χαιρετήσει, διότι ήταν συνάδελφος της φίλης μου. Εκεί έμαθα το όνομά του, ότι είχε μόλις γυρίσει από Αθήνα, και γενικά ό,τι είχε να κάνει με τα εργασιακά του. Οποιοσδήποτε θα παρατηρούσε από μακριά το ενδιαφέρον στο βλέμμα του. Εκτός από μένα. Από την επόμενη μέρα τα θέματα συζήτησης στην παρέα μας ήταν εκείνο το όμορφο αγόρι και γιατί δεν του δίνω μια ευκαιρία. Ξέρετε, είναι εκείνα τα αρχικά «ποτέ» που έπειτα γίνονται «πάντα».

Σάββατο βράδυ, ποτό με τα κορίτσια, όλα χαλαρά, ώσπου ξαφνικά εμφανίζεται αυτός. Και δε φτάνει αυτό, αλλά έρχεται και στην παρέα μας. Τα κορίτσια βρήκαν μια δικαιολογία για να φύγουν έτσι ώστε να μείνουμε οι δυο μας –όσο κι αν εγώ στην αρχή τους γκρίνιαζα. Εκείνος, με το υπέροχο χαμόγελό του, μου μιλούσε για διάφορα θέματα, ενώ εμένα η καρδία μου πήγαινε να σπάσει από αμηχανία και από το τι αντίκριζα απέναντί μου –το οποίο είχε ξεκινήσει να μου εξάπτει αρκετά το ενδιαφέρον.

Εξαιτίας λοιπόν, της αμηχανίας μου έτρωγα συνεχώς τα πατατάκια που έφερναν για το ποτό. Εκείνος επειδή δούλευε κάποτε στο μαγαζί, κάθε φορά που έβλεπε ότι εγώ τα τελειώνω, σηκωνόταν και μου έφερνε συνεχώς γεμάτα μπολάκια. Φαντάζει αστείο, το ξέρω, αλλά τελικά ήταν μια από εκείνες τις μικρἐς στιγμές που σε τραβάνε στον άλλον τόσο πολύ, ίσως και σε κάνουν να τον ερωτευτείς…και τον ερωτεύτηκα. Μείναμε ώρες να συζητάμε για εμάς εκείνο το βράδυ. Μετά το μαγαζί πήγαμε βόλτα στην παραλία, είδαμε το ξημέρωμα και από εκείνο το πρωινό και μετά ήμασταν αχώριστοι για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι.

Τα πρωινά μας από εκείνη την ημέρα ξεκινούσαν με άφθονες αγκαλιές, φιλιά και λόγια που έδειχναν έρωτα, πάθος, ακόμη και αγάπη. Πρωινά βγαλμένα από ταινίες, πρωινά που δε με άφηνε να κάνω τίποτα γιατί έλεγε πως ήθελε να με περιποιηθεί, και ερχόταν κάθε φορά στο κρεβάτι με πρωινά, λουλούδια, μικρά πραγματάκια τόσο απλά αλλά και τόσο σημαντικά. Μετά με πήγαινε και στη δουλειά αυτός, για να μη χάνουμε ούτε λεπτό.

Τα μεσημέρια μας γεμάτα γέλια και τρέλα. Το κοινωνικό κομμάτι της ημέρας. Πότε με φίλους, πότε οι δυο μας. Πότε για φαγητό κάπου έξω, πότε στο σπίτι να μαγειρεύουμε μαζί, να παίζουμε, να γελάμε. Μετά θάλασσα μέχρι να νυχτώσει.

Οι νύχτες μας ονειρικές –και ποιος μπορεί βέβαια να αρνηθεί τον αισθησιασμό της νύχτας; Πότε βόλτα στην θάλασσα, πότε στα μικρά σοκάκια της αγαπημένης μας Πρέβεζας, πότε ξαπλωμένοι να συζητάμε για τα πάντα και πότε απλά κοιτάζοντας ταινίες αγκαλιά. Και μετά, η ατελείωτη βραδιά.

Όπως είπα και πριν, είναι εκείνες οι μέρες που βλέπεις στις ταινίες και λες «πόσο θα ήθελα να ζήσω και εγώ κάτι παρόμοιο».

Ένα βράδυ θυμάμαι, λόγω κάποιων προβλημάτων που αντιμετώπιζα δεν μπορούσα να κοιμηθώ και τότε εκείνος σηκώνεται από το κρεβάτι, μου δίνει ένα φιλί και μου λέει σήκω να πάμε μια βόλτα να ηρεμήσεις. Έτσι πήραμε την βέσπα (πόσο τη λάτρευα) και πήγαμε παραλία. Εκεί όπως μιλούσαμε, έβαλε ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια και με σήκωσε να χορέψουμε ψιθυρίζοντάς μου: «Από εδώ και πέρα μη φοβάσαι τίποτα. Είναι ο άνδρας σου εδώ, να σε προσέχει και να σε προστατεύει.» Εκείνη τη στιγμή τα λόγια του με έκαναν να δω για χιλιοστή φορά γιατί ερωτεύτηκα εκείνο το αγόρι που επέμενε να με κυνηγάει, και τώρα είναι εδώ, απέναντί μου και με κρατάει στην αγκαλιά του. Μια αγκαλιά που χανόσουν μέσα της και δεν ήθελες να τελειώσει ποτέ.

Τα Σαββατοκύριακα είχαμε και οι δύο κενό, γι’ αυτό και οργανώναμε μικρά ταξίδια σε κοντινές πόλεις. Αυτές οι δύο μέρες ανήκαν αποκλειστικά σε εμάς τους δύο. Έτσι είχαμε αποφασίσει και να κλείνουμε τα κινητά μας. Άλλωστε οι φίλοι μας γνώρισαν πως ήμασταν καλά. Πολλές φορές βέβαια ήταν και εκείνοι μέρος των ταξιδιών, γιατί τι καλύτερο από τον έρωτα σου και την παρέα σου μαζί.

Η καθημερινότητά μας γεμάτη γέλια. Δεν υπάρχει μέρα εκείνου του καλοκαιριού που να θυμάμαι και να μην είμαι χαρούμενη και γελαστή. Άλλωστε, όπως μου έλεγε, «Σε ερωτεύτηκα γι’ αυτό το χαμόγελο. Τίποτα άλλο δε θέλω, μόνο να γελάς.» Για να πω όμως κι εγώ την αλήθεια μου, ούτε εγώ έχω βρει ποτέ τέτοιο όμορφο χαμόγελο και τόσο αληθινό. Γιατί όταν μου γελούσε τα ξεχνούσα όλα.  Άλλωστε υπάρχει έρωτας χωρίς γέλια και τρέλα;

Και μιας και μιλάμε για τρέλα, θυμάμαι μια φορά μία από τις μικρές μας εκδρομές, στην οποία εγώ του ζητούσα επανειλημμένα να βρούμε μια πανακότα να φάμε. Πήγαινε λοιπόν, στα ζαχαροπλαστεία όλης της πόλης και ζητούσε απεγνωσμένα αυτό το γλυκό, γιατί και καλά ήμουν έγκυος. Είχα γελάσει τόσο πολύ με την τρέλα του εκείνη την ημέρα.

Θυμάμαι λεπτό προς λεπτό αυτό το καλοκαίρι. Όπως και εκείνο το βράδυ που μου είπε «ντύσου καλά και σε μισή ώρα θα είμαι κάτω από το σπίτι σου». Ήταν εκείνο το βράδυ, το πιο ρομαντικό της ζωή μου. Στην αρχή με πήγε σε ένα εστιατόριο δίπλα στην θάλασσα, μόνο εγώ και αυτός. Το παιδί που είχε το μαγαζί ήταν φίλος του, γι’αυτό είχαν ετοιμάσει κεράκια και λουλούδια, για να έχουμε ένα υπέροχο δείπνο. Και μετά από το εστιατόριο πήγαμε σε ένα από τα πιο μαγευτικά μέρη που έχω δει. Ένα ονειρεμένο μαγαζί δίπλα στην θάλασσα, μέσα σε ένα δασός στο κάστρο με θέα το φεγγάρι και την παραλία. Τι πιο μαγευτικό;

Μαγευτικό όπως όλα όσο κάναμε μαζί. Όπως κάποια βράδια που ετοίμαζα κάτι ρομαντικό στο σπίτι και απλά καθόμασταν στο μικρό μου μπαλκονάκι, τον μικρό μας παράδεισο όπως έλεγε. Θυμάμαι επίσης, πολλά βράδια καθόμασταν στο κρεβάτι και του διάβαζα βιβλία. Κάποιες φορές το θεωρούσα χαζό κάποιος να θέλει να του διαβάζεις, μετά όμως συνειδητοποίησα πως αν αγαπάς αυτόν που έχεις δίπλα σου δε σε νοιάζει το πού, το πότε και το πώς, απλά το μαζί.

Το τέλος του καλοκαιριού πλησιάζει, όπως πλησιάζει και το τέλος αυτής της σχέσης. Ένα τέλος που θα έκανα τα πάντα για να μην έρθει πότε. Είναι εκείνη η στιγμή που θες να παγώσεις τον χρόνο και να μείνεις για πάντα εκεί μέσα, στην τεράστια αγκαλιά του. Όμως έπρεπε να φύγω. Εγώ Καλαμάτα και εκείνος εκεί. Δυο κόσμοι διαφορετικοί. Δεν τόλμησα ποτέ να του πω «έλα μαζί μου», φοβόμουν την απάντησή του. Λάθος μεγάλο όμως, και το κατάλαβα αργά. Πρέπει να παλεύεις για ό,τι αγαπάς, και ας πονέσεις. Τουλάχιστον θα ξέρεις.

Πολλοί χαρακτήρισαν αυτήν τη σχέση ένα απλό πάθος, κάτι που φαινόταν πως θα είχε ημερομηνία λήξης, έναν «καλοκαιρινὀ έρωτα». Άλλοι κάτι επιπόλαιο και παιδιάστικο. Μόνο οι κολλητοί μας έλεγαν εξαρχής ότι εμείς οι δύο γεννηθήκαμε για να είμαστε μαζί, γιατί παρόλο που λογομαχούσαμε πολλές φορές, πάντα τα βρίσκαμε στο δευτερόλεπτο και πάντα ξέραμε τι ήθελε και ο ένας και ο άλλος. Εγώ πιστεύω πως ήταν κάτι δυνατό, κάτι αξέχαστο και μοναδικό. Η παντοτινή μου αγάπη! Βλέπετε πρώτη φορά αφέθηκα κάπου τόσο γρήγορα και τόσο πολύ. Πρώτη φορά είπα «ναι, αυτός είναι ο ερωτάς μου!». Ήταν εκείνος που του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα και που ήξερε τι να πει και τι να κάνει κάθε φορά. Βλέπετε, καταλάβαινε μόνο και μόνο από την γκριμάτσα μου ή το βλέμμα μου αν έχω νεύρα, αν μου αρέσει κάτι, αν το κάνω μόνο από ευγένεια. Με λίγα λόγια, η αγάπη μου!

Τι συμπέρασμα θα μπορούσα να βγάλω από αυτό; Ποτέ μην αφήνετε κάτι τόσο δυνατό. Παλέψτε για εκείνα που θέλετε. Μην τα παρατάτε. Ίσως κάποια μέρα είστε πάλι μαζί. Και το αδύνατο γίνει δυνατό. Αρκεί να το θέλετε. Αρκεί να αγαπιέστε πραγματικά.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Βασιλικής και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!