Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Ασημίνα Μάνου.

«Μυρτώ θα έρθεις μαζί μας για ποτό;», ρώτησε η Κατερίνα περιμένοντας να ακούσει με αγωνία την απάντηση της φίλης της. «Μπα Κατερινάκι, δεν έχω όρεξη, θα αράξω σπίτι να δω καμιά ταινία», αποκρίθηκε η Μυρτώ κι έσκυψε το κεφάλι, κάνοντας πως διαβάζει το περιοδικό.

«Έλα βρε Μυρτώ, ως πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Ως πότε θα κλαις τη μοίρα σου επειδή σε παράτησε αυτός;», είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της η Κατερίνα κι έφυγε.

Η Μυρτώ είχε χωρίσει πριν ένα μήνα. Είχε πέσει θύμα ενός αγοριού που απλά τη χρησιμοποίησε για να σώσει την προηγούμενη σχέση του. Εκείνη όμως, παρ’ όλο που δεν είχε προλάβει να τον ερωτευτεί, το είχε πάρει κατάκαρδα. Ήταν αθώα και γεμάτη αγάπη κι αυτός με τη συμπεριφορά του είχε καταφέρει να την πληγώσει, κάνοντάς την να νιώθει σαν αντικείμενο. Αυτό ξεπερνούσε τις αρχές και τις ιδέες που είχε για την αγάπη, οι οποίες μια ζωή την οδηγούσαν σε σωστές αποφάσεις, κάτι που δε συνέβη αυτή τη φορά.

Καθώς έκλαιγε ακούγοντας θλιμμένα τραγούδια και ξεσπούσε στο φαΐ προκειμένου να ξεχαστεί, μια μέρα ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνό της. Την καλούσαν από τη διαφημιστική εταιρεία, όπου εργαζόταν. Μια λέξη, «περικοπές», ήταν αρκετή για να την φτάσει στον πάτο της δυστυχίας της και να την κάνει να νιώσει πως όλα τελείωσαν.

Στο μεταξύ η κολλητή της, της είχε κλείσει κρυφά δώρο ένα ταξίδι, γιατί πλησίαζαν  τα γενέθλιά της και γνώριζε πως στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα, μόνο και τέτοιο θα την έσωζε. Η αποτυχία και η θλίψη είχαν χαραχτεί στο πρόσωπό της, κάνοντας το να χάσει τη λάμψη που είχε. Τα κατάμαυρα μάτια της έμοιαζαν σαν βουλιαγμένες βάρκες, ωστόσο η ατελείωτη γλύκα της πάντα έπλεε στην επιφάνεια.

«Καλά τρελάθηκες; Σιγά μην πάω σε νησί», ήταν η πρώτη αντίδρασή της, όταν έμαθε για την έκπληξη της Κατερίνας. «Έλα βρε Μυρτώ μου, θα περάσουμε τέλεια. Λίγες μερούλες είναι. Θα δεις, θα ηρεμήσεις», προσπαθούσε να την πείσει με ζήλο η Κατερίνα. Ήταν από τις καλύτερές της φίλες κι ήξερε πάντα τι να κάνει προκειμένου να τη συνεφέρει.

Η επιμονή της Κατερίνας έπιασε τελικά τόπο. Ήταν αρκετή για να πείσει τη Μυρτώ να πάνε. Θα πηγαίνανε στη Ρόδο. Ένα ταξίδι που ονειρεύονταν να κάνουν πολλά χρόνια πριν, αλλά οι καθημερινές υποχρεώσεις της ζωής και τα προβλήματα ξετρύπωναν πάντα πριν γεμίσουν οι βαλίτσες και κλειστούν τα εισιτήρια.

«Πω πω, κοίτα ομορφιά ρε Μυρτώ», είπε η Κατερίνα με ενθουσιασμό μόλις φτάσανε. «Ναι, ναι», συμφώνησε η Μυρτώ κουνώντας το κεφάλι της ειρωνικά.

Ωστόσο, παρ’ όλη τη γκρίνια της προσπάθησε να ηρεμήσει, να βγάλει από το μυαλό όσα τη βασάνιζαν. Αν και ένιωθε μια μόνη, προδομένη κοπέλα χωρίς μέλλον, ήθελε να το παλέψει, κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα στη θλιβερή ζωή της.

Την επόμενη μέρα η Κατερίνα είχε κανονίσει να βρεθεί με μια παλιά της συμμαθήτρια και η Μυρτώ φυσικά δε θα πήγαινε, έτσι όπως ήταν γι’ αυτό αποφάσισε να πάει μια βόλτα μόνη της να σκεφτεί.

Καθώς περπατούσε στην ακρογιαλιά συλλογιζόταν πώς θα ’θελε να ήταν η ζωή της κι αν είχε δυνάμεις για να αντιμετωπίσει όσα την είχαν αποσυντονίσει.

Η θάλασσα μπροστά στα μάτια της φάνταζε σαν πρόκληση και τα κύματα σαν εμπόδια που περνούσαν το ένα μετά το άλλο από μπροστά της. Ήθελε να βουτήξει, να παλέψει μαζί της. Είχε ανάγκη να μάθει πόσες δυνάμεις της είχαν απομείνει. Πίστευε πως αν έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και βουτούσε, θα μπορούσε να απελευθερωθεί και να βιώσει τη μαγεία της ελευθερίας.

Όλοι οι άνθρωποι, όταν έχουμε προβλήματα, κλείνουμε τα μάτια μας για μια στιγμή προκειμένου να νιώσουμε πως είμαστε σε άλλη ζωή, αλλά, όταν ξυπνάμε από τις σκέψεις, είμαστε στο ίδιο σημείο, ωστόσο λίγο πιο δυνατοί και ανακουφισμένοι αυτή τη φορά.    

Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε και αυτή η πρόκληση ήταν η αιτία να την παρασύρουν τα κύματα στα βαθιά και να βρεθεί η ζωή της σε κίνδυνο.

«Κύριε, γρήγορα μια κοπέλα στο νερό», φώναξε ένας ναύτης που την πρόσεξε από μακριά. Ο αξιωματικός του πλοίου χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στο νερό προσπαθώντας να σώσει τη Μυρτώ, η οποία είχε χάσει τις αισθήσεις της.

Όταν την ανέβασαν πάνω είχε ακόμα σφυγμούς, κι έτσι πήραν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να τη συνεφέρουν. Ο αξιωματικός δεν την άφησε από τα χέρια του ούτε λεπτό, παρ’ όλη την πίεση και τη δουλειά του. Περίμενε με υπομονή πότε θα ξυπνήσει.

«Πού βρίσκομαι; Ποιος είσαι εσύ;», ήταν τα πρώτα λόγια της Μυρτώς όταν συνήλθε. Μόλις άνοιξε για τα καλά τα μάτια της ένιωσε να βρίσκεται σε μια άλλη ζωή. Κάτι παρόμοιο ένιωσε και ο αξιωματικός, ωστόσο προσπάθησε με κάθε τρόπο να το κρύψει.

«Βρίσκεσαι στο πλοίο μου κι εγώ είμαι ο Άγγελος, αξιωματικός ναυτικού», της απάντησε αφού σταμάτησε να χαζεύει τα όμορφα μάτια της. Τα χέρια του είχαν κολλήσει σαν βδέλλες γύρω της και δεν μπορούσαν να την αφήσουν. Ωστόσο, σοβάρεψε κι έκανε κάπως να μαζευτεί.

«Λοιπόν, δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Δεν ξέρω πώς βρέθηκες εδώ και τι έγινε, αλλά σε λίγο θα έρθουν κάποιοι για να συνεννοηθείτε πού θα σε αφήσουμε», είπε με επιβλητική φωνή και απομακρύνθηκε. Η Μυρτώ έμεινε να τον κοιτάζει. Ήταν γοητευτικός άντρας και αυτή η σοβαρότητα που έβγαζε δεν άργησε να τη συνεπάρει. Η Μυρτώ χωρίς να το καταλάβει τον είχε ερωτευτεί. Θα μου πείτε τώρα, έρωτας με την πρώτη ματιά; Κι όμως υπάρχει.

Λίγο αργότερα, αφού της ανακοίνωσαν πώς θα κατέβει, παρ’ όλη την αμηχανία που ένιωθε, πήγε να τον βρει για να τον ευχαριστήσει. Εκείνος καθόταν με γυρισμένη την πλάτη και η Μυρτώ, καθώς στάθηκε πίσω του, του είπε: «Ήθελα πριν φύγω να σε ευχαριστήσω που μου έσωσες τη ζωή και να σου δώσω αυτό το κρεμαστό για να σε προσέχει». Το κρεμαστό έγραφε πάνω το όνομά της.

Εκείνος όμως δεν της απάντησε. Προτίμησε να κρύψει όσα ένιωθε παρά να εκφραστεί. Όταν κατέβηκε η Μυρτώ, στο πλοίο ξεκίνησαν τα πειράγματα, αφού όλοι είχαν ξαφνιαστεί από τη συμπεριφορά του. Ήταν αυστηρός γενικά, όμως δεν είχε ξαναφερθεί τόσο απερίσκεπτα και απότομα σε μια κοπέλα. Εκείνος φυσικά έκανε πως δεν τον νοιάζει.

Στο μεταξύ η Μυρτώ γύρισε και εξιστόρησε όσα έγιναν στην Κατερίνα. Έπειτα τα κορίτσια, μιας και ήταν το τελευταίο τους βράδυ στο νησί, αποφάσισαν να βγουν έξω και να γιορτάσουν που όλα είχαν πάει καλά. Πήγανε σε ένα από τα ωραιότερα κλαμπ του νησιού, στο Cavo Tango και διασκέδαζαν στους ξέφρενους ρυθμούς του. Ωστόσο, η Μυρτώ όλο το βράδυ έφερνε στο μυαλό της τη μορφή του Άγγελου κι ευχόταν να είχε μείνει λίγο ακόμα στο πλοίο μαζί του.

Δεν ήταν όμως η μόνη, γιατί και ο Άγγελος τη σκεφτόταν τόσο που δεν άντεξε και ήρθε να τη βρει. Έβαλε δικά του άτομα να ψάξουν τη Μυρτώ και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να την πλησιάσει. Η συνάντησή τους έγινε στη σκάλα του μαγαζιού, όπου ο Άγγελος για δεύτερη φορά την έσωσε, καθώς την κράτησε προκειμένου να μην πέσει.

«Εσύ;», ήταν η πρώτη αντίδραση της Μυρτώς μόλις τον είδε. «Ναι εγώ», της απάντησε ειρωνικά ο Άγγελος, «σε έψαχνα», συνέχισε να λέει. «Εμένα; Γιατί;» τον ρώτησε η Μυρτώ και με ανυπομονησία περίμενε να ακούσει την απάντησή του. «Για να σου δώσω πίσω το κρεμαστό σου. Δεν ήταν και τόσο τυχερό τελικά γιατί χάλασε το καράβι και θα μείνω άλλες τέσσερις μέρες εδώ»,  της απάντησε απότομα δείχνοντας πως είχε θυμώσει.

Η Μυρτώ αντέδρασε κι έκανε να φύγει μα πριν προλάβει, τα χείλη της βρέθηκαν πάνω στα χείλη του Άγγελου. Το φιλί αυτό ήταν τόσο έντονο που έκανε την καρδιά τους να χτυπά έντονα, λες και είχε χορό και δεν έλεγε να σταματήσει.

«Δεν ξέρω ποιο κύμα σε έφερε κι από πού, μα το μόνο που ξέρω είναι ότι σε θέλω στη ζωή μου», της είπε ο Άγγελος και τη φίλησε ξανά. Η Μυρτώ τον κοίταξε στοργικά και γεμάτη ευγνωμοσύνη του απάντησε, «όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα εσένα μια φωνή μέσα μου άρχισε να λέει το πόσο όμορφη είναι η ζωή τελικά. Κατάφερες να με ξυπνήσεις και να μου δώσεις μια δεύτερη ελπίδα με την παρουσία σου».

Η Μυρτώ ζήτησε από την Κατερίνα να μείνουν λίγες μέρες ακόμα στο νησί προκειμένου να τον γνωρίσει καλύτερα, αν και οι ώρες που είχαν περάσει μαζί στο καράβι ήταν αρκετές για να ερωτευτούν ο ένας τον άλλον.

Τις επόμενες μέρες, έκαναν βόλτα πιασμένοι χέρι στον Ευαγγελισμό. Καθισμένοι στα σοκάκια κουβέντιαζαν ατέλειωτες ώρες και χάζευαν την όμορφη θέα. Το γέλιο τους έδινε μια ζωηράδα στο όλο τοπίο.

Ήταν τόσο διαφορετικοί μα παράλληλα τόσο ίδιοι. Ο ατίθασος χαρακτήρας τους ήταν η αφορμή για να ξεσηκώσουν όλο το Χαράκι, όπου πήγανε για μπάνιο.

Η Μυρτώ έλαμπε από ευτυχία κι έκανε διάφορες  γκριμάτσες κοροϊδεύοντας τον Άγγελο για να τον πειράξει. Προσπαθούσε  να τον αναπαραστήσει με σοβαρότητα, αλλά κάθε φορά που το δοκίμαζε, ξεσπούσε σε γέλια. Ο Άγγελος από την άλλη έκανε πως θύμωνε, αλλά με μια ζεστή αγκαλιά τα ξεχνούσε όλα.

Σε τρεις μέρες ο Άγγελος θα έφευγε ταξίδι και η Μυρτώ θα επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε. Όμως η ιστορία τους δεν έμεινε στη Ρόδο. Συνέχισε να ταξιδεύει σε κάθε στιγμή, σε κάθε λεπτό, στο «πάντα» της αγάπης τους, που υπήρξε πυξίδα και στη μελλοντική τους ζωή.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.


Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ασημίνας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!