Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει ο Εμμανουήλ Γρηγορόπουλος.

Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι, και συγγνώμη αν σας απογοητεύω, είναι μόνο μία νύχτα. Μια νύχτα ξεχωριστή, με αυγουστιάτικο φεγγάρι, μαγική. Μάλλον, αν το καλοσκεφτείς, δεν ήταν η νύχτα όμορφη και μαγική, ήταν εκείνος, που έλαμπε από ευτυχία καθισμένος δίπλα μου στην αμμουδιά. Ήμασταν στο νησί, δεν έχει σημασία ποιο, με παρέα, δεν έχει σημασία ποιους, ήμασταν οι δυο μας εκείνη την νύχτα. Πήγαμε στην παραλία αργά το απόγευμα να δούμε το ηλιοβασίλεμα και μείναμε εκεί μέχρι το ξημέρωμα. Με κρατούσε αγκαλιά και μου χάιδευε τα μαλλιά και εγώ προσπαθούσα να ρουφήξω όση περισσότερη μπορούσα από την υπέροχη μυρωδιά του. Μου μιλούσε για το μέλλον, για τα όνειρά του. Για τα ταξίδια που θα κάναμε μαζί σε ολόκληρο τον κόσμο. Και τι δε θα ‘δινα να γυρνούσα πίσω σ’ εκείνη την νύχτα.

Είχαμε γνωριστεί πριν δύο χρόνια, εντελώς τυχαία. Ήταν σαν να συνωμότησαν τα αστέρια ή ο θεός ή η μοίρα ή όλα μαζί. Μια συμφοιτήτρια της αδελφής μου της είχε τηλεφωνήσει γιατί χρειαζόταν κάτι σημειώσεις από ένα μάθημα. Έκλεισαν ραντεβού για την επόμενη ημέρα. Δύο ώρες πριν το ραντεβού όμως η αδερφή μου δεν ένιωθε καλά και ανέβασε πυρετό. Μου ζήτησε να πάω εγώ τις σημειώσεις στη Ρένια. Γκρίνιαξα λίγο αλλά δεν ήθελα να της χαλάσω χατίρι στην κατάστασή της. Έβαλα τις φόρμες μου πήρα και το μουτρωμένο μου ύφος και έφυγα από το σπίτι. Όταν έφτασα στην πλατεία που είχανε ραντεβού δεν ήταν κανείς. Η πιο υπέροχη φωνή που είχα ακούσει ποτέ διέκοψε τις σκέψεις μου.

«Είσαι η Σοφία;» γύρισα απότομα στο αγόρι που μου μιλούσε και έμεινα άναυδη. Η εικόνα ήταν ακόμα καλύτερη από τον ήχο.
«Όχι» είπα σαστισμένη.
«Συγγνώμη» είπε και χαμογέλασε και ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα σμήνος από μικρές πολύχρωμες πεταλουδίτσες στο στομάχι. Και πάνω που νόμιζα ότι ήταν ψέματα αυτή η χαζομάρα..
«Σε είδα να κρατάς όλα αυτά τα χαρτιά και σε μπέρδεψα. Με έστειλε μια φίλη να πάρω κάτι σημειώσεις και δεν ξέρω ποιον ψάχνω».
«Περίμενε, η Ρένια σε έστειλε;» άρχισα να καταλαβαίνω.
«Ναι» απάντησε ευγενικά.
«Η Σοφία είναι αδερφή μου. Αυτήν ψάχνεις. Αλλά αρρώστησε και έστειλε εμένα στην θέση της. Πού είναι η Ρένια;»
«Καθυστέρησε στη δουλειά και προσφέρθηκα να έρθω εγώ για τις σημειώσεις».
«Κατάλαβα» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω. Με είχαν αιχμαλωτίσει τα μάτια του. Μεγάλα και καταπράσινα με μακριές, πυκνές, μαύρες βλεφαρίδες.
«Μάλλον ήταν γραφτό» μουρμούρισε και χαμογέλασε. «Πώς σε λένε;»
«Ελίνα» απάντησα και ένιωθα να κοκκινίζω ολόκληρη. «Εσένα;»
«Αλέξη» είπε με το πιο όμορφο του χαμόγελο. Ήταν ευγενικό και ειλικρινές. Με κατάλευκα, ίσια δόντια και όλο χείλη. Απίστευτα σαρκώδη χείλη γέμιζαν το πρόσωπο του.
«Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, Ελίνα. Αυτά μάλλον πρέπει να τα πάρω εγώ» μου έδειξε την μεγάλη στοίβα με τα χαρτιά που κρατούσα αγκαλιά σφιχτά πάνω στο στήθος μου. Του τα πρόσφερα μαζί με ένα ευγενικό χαμόγελο.
«Πρέπει να φύγω» είπε και σχεδόν ένιωσα το χαμόγελο μου να παγώνει. «Η Ρένια περιμένει να πάω στο γραφείο για να σχολάσει». Ήθελα να του εξηγήσω πόσο πολύ χαιρόμουν που ήρθε αυτός στο ραντεβού αλλά δεν το έκανα. Αντίθετα χαμογέλασα συγκαταβατικά -και εντελώς ψεύτικα- και του είπα ότι χάρηκα και ‘γω που τον γνώρισα και πως πρέπει να φύγω και ΄γω. Αποχαιρετιστήκαμε αμήχανα και φύγαμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Καθώς περπατούσα ένιωθα την ανάγκη να γυρίσω να δω μήπως με κοιτάει αλλά ούτε αυτό το έκανα. Χαζό ντροπαλό κορίτσι.

Τις επόμενες μέρες τις πέρασα με τη εικόνα του στο μυαλό μου. Και τις νύχτες μου έτσι τις πέρασα. Φυσικά είχα μιλήσει στην αδελφή μου γι’ αυτόν αλλά μου είπε πως δεν τον είχε αναφέρει ποτέ η Ρένια στις συζητήσεις τους. Τελικό συμπέρασμα ήταν ότι δεν ξέραμε τίποτα για αυτόν και ότι έπρεπε να τον βγάλω από το μυαλό μου. Και προσπάθησα αρκετά, αλλά ακριβώς δύο βδομάδες μετά την πρώτη μας συνάντηση τον είδα μέσα στο λεωφορείο περίπου δέκα μέτρα μακριά μου να μιλάει με έναν μεγάλο κύριο με γραβάτα. Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έπρεπε να τον χαιρετήσω; Δεν έπρεπε; Δεν ήμουνα σίγουρη ότι θα με θυμάται οπότε αποφάσισα να μην πάρω αυτό το ρίσκο. Μόλις έφτασε το λεωφορείο στην στάση μου κατέβηκα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Τότε τον άκουσα πάλι από πίσω μου να με φωνάζει. Προθυμοποιήθηκε να με συνοδέψει μέχρι τον προορισμό μου.

Σε όλο αυτό το διάστημα που περπατούσαμε ρωτούσε για μένα. Του είπα ότι σπουδάζω θέατρο και εκείνος μου είπε ότι τελείωσε πριν μερικούς μήνες τη Νομική και πλέον έκανε την άσκηση του σ’ ένα γραφείο. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα γι’ αυτόν -εντάξει το δεύτερο, το πρώτο ήταν πως ήταν κούκλος- ήταν ότι απολάμβανα πολύ να μιλάω μαζί του. Είχε κάτι στον τρόπο που χρησιμοποιούσε τα χέρια του όταν μιλούσε, στο χαμόγελο του που δεν μπορούσε να σε αφήσει αδιάφορο. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μου, μου ευχήθηκε καλημέρα και έφυγε. Αυτή τη φορά δε γύρισα πλάτη, έκατσα να τον κοιτάζω να φεύγει και όσο παράξενο και αν είναι αυτό, ένιωθα σαν να μου λείπει ήδη.

Την επόμενη φορά που τον είδα ήμουν πολύ θλιμμένη. Μόλις είχα μάθει πως η μητέρα της καλύτερής μου φίλης πέθανε από καρκίνο. Την αγαπούσα πολύ την κυρία Δέσποινα. Την ήξερα από μωρό παιδί. Καθώς περπατούσα για να πάω στο νοσοκομείο να σταθώ στην φίλη μου άκουσα κάποιον να τρέχει πίσω μου. Γύρισα τρομαγμένη και τον είδα, πάντα με αυτό το υπέροχο χαμόγελο στα χείλη. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως κάτι με απασχολούσε. Λες και με ήξερε μια ζωή.

Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και μιλήσαμε. Και τότε πίσω από όλη αυτήν την ομορφιά και αυτά τα υπέροχα χείλη είδα αυτό που με έκανε να τον ερωτευθώ παράφορα. Είδα καλοσύνη και συμπόνια. Μου μιλούσε τρυφερά και μου έδινε κουράγιο. Και εκεί, από το πουθενά, με έχωσε μέσα στην αγκαλιά του και με έσφιξε. Ένιωσα ηλεκτρικό ρεύμα να χτυπάει όλο μου το κορμί. Και αμέσως μετά ένιωσα ηρεμία και ζεστασιά. Τον αγκάλιασα και ‘γω κα μετά από λίγη ώρα του ανακοίνωσα πως πρέπει να φύγω, να πάω κοντά στη φίλη μου. Έμοιαζε να το καταλαβαίνει απόλυτα. Μου έδωσε τον αριθμό του κινητού του και μου είπε να του τηλεφωνήσω ό,τι και αν χρειαστώ. Μια εβδομάδα αργότερα του τηλεφώνησα και από τότε είμαστε μαζί. Γιατί, αν και άργησα λίγο, κατάλαβα ότι «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο». Και αυτός ο άντρας ήταν το πεπρωμένο μου.

«Φόρεσε τη ζακέτα μου» είπε τρυφερά, «έχει ψύχρα». Αλήθεια ήταν πως στο νησί τα βράδια έβγαινε κρύο. Έριξα τη ζακέτα στην πλάτη μου και κουλουριάστηκα στην αγκαλιά του. «Δε θέλω να φύγουμε ποτέ από ‘δω. Είναι τόσο όμορφα» είπα κοιτάζοντας την πανσέληνο.
«Όπου κι αν είμαι μαζί σου είναι όμορφα» είπε και με σκούντηξε παιχνιδιάρικα. Χαμογέλασα και συνέχισα το παιχνίδι του πετώντας του άμμο στα πόδια. Με κοίταξε μ’ αυτό το στραβό χαμόγελο που λατρεύω και πριν καταλάβω τι γίνεται με σήκωσε στα χέρια και έτρεχε προς τη θάλασσα που ήταν ήρεμη σαν λάδι. Μέσα στα γέλια μου τσίριζα και τον παρακαλούσα να μην το κάνει αλλά ήταν αργά. Είχαμε πέσει και οι δύο μες στη θάλασσα με τα ρούχα. Γελούσαμε σαν μικρά παιδιά από ευτυχία και ήταν λες και ολόκληρη η πλάση είχε ηρεμήσει για να χαρούμε εκείνη την υπέροχη στιγμή. Δε θα άλλαζα αυτήν την ανάμνηση με τίποτα στον κόσμο.

Όταν ηρεμήσαμε από τα παιχνίδια άρχισε να με φιλάει τρυφερά στα χείλη, στα μάτια, στα χέρια. Ένιωθα ότι η καρδιά μου θα εκραγεί από την υπερβολική ευτυχία. Αγαπούσα αυτόν τον άντρα με όλη την δύναμη της ύπαρξής μου. Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που δε θα έκανα, που δε θα έδινα για αυτόν. Εκεί, μέσα στην θάλασσα, με την πανσέληνο από πάνω να μας ρίχνει το φως της, και τη φύση να ηρεμεί μπροστά στο μεγαλείο του έρωτα δύο ανθρώπων, μου έκανε τον πιο γλυκό και παθιασμένο έρωτα.

Όταν βγήκαμε πάλι στην στεριά είχε αρχίσει να χαράζει. Η ομορφιά του τοπίου ήταν απερίγραπτη. Ο Αλέξης συνέχισε να μου μιλάει και εγώ συνέχισα να απολαμβάνω την παρουσία του.

«Εμένα με φαντάζεσαι στο μέλλον σου;» τον ρώτησα κάποια στιγμή διστακτικά.

«Εσύ, είσαι το μέλλον, το παρόν και το παρελθόν μου. Είσαι η ανάσα μου. Αν δεν έχω εσένα στη ζωή μου, δεν θέλω να έχω ζωή. Είσαι το στήριγμά μου, ο βράχος μου, και από την άλλη είσαι το μωρό μου, το κοριτσάκι μου. Είσαι ο λόγος για να ξυπνάω, ο λόγος για να παλεύω, ο λόγος για να ζω. Είσαι η γη και ο ουρανός μου. Ο βυθός και τα αστέρια μου. Είσαι η ελπίδα μου και η προσευχή μου. Ο θεός και η θρησκεία μου. Μα πάνω απ’ όλα, είσαι ο θάνατός μου. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο υπέροχο, πιο μεγαλειώδη τρόπο να πεθάνει κανείς. Θέλω να πεθάνω πολύ παππούς δίπλα σου, στην αγκαλιά σου, να μυρίζω την γλυκιά μυρωδιά σου και να χαϊδεύω το χέρι σου. Και όταν το κάνω αυτό, σε παρακαλώ αγάπη της ζωής μου, να μην κλάψεις και να μη λυπηθείς. Γιατί εγώ έζησα το όνειρό μου. Γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου, έζησα μαζί της, πέθανα πλάι της. Και πέθανα χαρούμενος. Και ευγνώμων.»

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Εμμανουήλ και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!