Αμέριμνος βγαίνεις απ’ το ασανσέρ και κτυπάς το κουδούνι στο σπίτι των φίλων σου. Ευθύς παρατηρείς ότι η πόρτα είναι μισάνοικτη, οπότε σπρώχνεις το πόμολο για να μπεις. Τσουπ! Ένα φιδάκι σού πέφτει στο κεφάλι και μες στον πανικό σου ακούς σπαρταριστά γέλια από μέσα! Το πλαστικό ερπετό που σε κοψοχόλιασε, το ‘χαν βάλει πάνω στην πόρτα για να σου κάνουν πλάκα, κι ας έχασες εσύ δέκα χρόνια απ’ τη ζωή σου με την τρομάρα που πήρες!

Αχ, αυτοί οι πλακατζήδες φίλοι! Και τι δε θα σκαρφιστούν για να γελάσουν με την έκπληξή σου ή με τον φόβο σου. Τηλεφωνήματα με απόκρυψη αργά το βράδυ, πίτσες να καταφθάνουν σπίτι σου χωρίς να ‘χεις παραγγείλει, ψεύτικες κατσαρίδες να ξεφυτρώνουν μέσα απ’ την τσάντα σου, παρουσιάζονται ακόμα κι ανύπαρκτοι υποψήφιοι αγοραστές για το παλιό μηχανάκι που ‘χες βάλει στις αγγελίες για πώληση. Και να τα γέλια, και να τα χαχανητά κι η καζούρα να πηγαίνει σύννεφο.

Γιατί το κάνουν; Πώς τους έρχονται οι ιδέες για τις πλάκες, οι οποίες είναι κι απίστευτα δημιουργικές; (Θυμάσαι εκείνη τη φορά που έπρεπε όλοι να βγάλετε τα παπούτσια για να μπείτε στο σπίτι και μετά δεν έβρισκες τα δικά σου, και προσπαθούσαν να σε πείσουν ότι είχες έρθει ξυπόλητος;) Λες και μες το κεφάλι τους συμβαίνει ασταμάτητα ένας καταιγισμός ιδεών για την επόμενη καλύτερη φάρσα.

Εντυπωσιακό, δε βρίσκεις; Το μυαλό αυτών των ανθρώπων δουλεύει μ’ έναν παιχνιδιάρικο τρόπο, σχεδόν παιδικό. Μέσα απ’ την καζούρα που θα κάνουν στους φίλους τους ψάχνουν να διατηρήσουν μια παιδική ανεμελιά. Τότε που όλα ήταν πιο αθώα, πιο εύκολα και πιο διασκεδαστικά. Τότε που το γέλιο ήταν καθημερινά στο πρόγραμμα κι ήταν ξέγνοιαστο και πηγαίο. Ξέρουν ότι δε θα παρεξηγηθούν, γιατί το κάνουν με καλοσύνη και χωρίς κανέναν σκοπό να πληγώσουν ή να στεναχωρήσουν κάποιον. Είναι ο χαρακτήρας τους ακόμα ανόθευτος από μνησικακίες κι απαλλαγμένος από εκείνη τη στεγνή σοβαροφάνεια, που πολύ συχνά κυβερνά τους ενήλικες. Δεν είναι ανώριμοι ούτε παλιμπαιδίζουν. Είναι απλά καλοί γνώστες του μυστικού «Μη μεγαλώσεις. Είναι παγίδα!».

Υπάρχει, βέβαια, κι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Εκείνοι που δε γουστάρουν την πλάκα και παρεξηγούνται με την καζούρα. Άτομα που τους ενοχλεί το πείραγμα και δεν το βρίσκουν ούτε αστείο ούτε ευγενικό το να ψάχνουν τα κλειδιά του αυτοκινήτου τους μια ώρα, ενώ τα ‘χουν κρύψει οι φίλοι τους για να γελάσουν. Δεν κάνουν ποτέ πλάκες κι υποστηρίζουν πως δε θέλουν να κάνουν στους άλλους ό,τι δε θα ήθελαν να κάνουν στους ίδιους. Είναι λες και το μυαλό τους αδυνατεί να καταστρώσει μια φάρσα, έστω ένα πείραγμα.

Τους αποκαλούν «ξενέρωτους» και «μουντρούχους», ακούνε συχνά την ατάκα «Έλα, μωρέ σοβαρέ, δε σηκώνεις ένα αστειάκι!», αλλά ίσως έχουν κι εκείνοι τα δίκια τους. Δεν είναι όλες οι στιγμές οι ίδιες, ούτε προσφέρονται όλοι για αστεία και πειράγματα. Ίσως να υπάρχουν και κάποια είδη πλάκας που να μην τα σηκώνουν. Ένα απλό αστείο δεν έχει την ίδια βαρύτητα με πλάκες που προκαλούν άγχος ή αγωνία στον δέκτη. Καμιά φορά παρεξηγούνται ή κατεβάζουν μούτρα ή μπορεί να φτάσουν ν’ απομονωθούν απ’ την παρέα ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Προσβάλλονται κι αισθάνονται εκτεθειμένοι.

Είναι οι πλακατζήδες κι οι μη πλακατζήδες, λοιπόν, δύο τύποι ανθρώπων το ίδιο αποδεχτοί και σεβαστοί. Ο καθένας με τη δική του φιλοσοφία για τη ζωή και τον τρόπο που θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται. Κάποιοι θα κάνουν πλάκα για να νιώθουν παιδιά, κάποιοι θα κάνουν αστεία για να κρύψουν το δικό τους άγχος, τη δική τους πληγή και κάποιοι άλλοι θα παραμείνουν σοβαροί και μετρημένοι επειδή έτσι αισθάνονται ότι λειτουργούν καλύτερα.

Όλοι απαραίτητοι για μια παρέα. Όλοι εξίσου αγαπημένοι. (Εντάξει, πλάκα κάνω!)

 

Συντάκτης: Μαριάννα Φλώρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη