Πάνε δυο χρόνια που μετακόμισα. Μακριά απ’ το πατρικό μου. Μακριά απ’ το κρεβάτι μου κι απ’ τους γονείς μου, που δίπλα τους ένιωθα ανίκητη. Μετακόμισα από επιλογή. Καθαρή επιλογή. Δε με πίεσε κανείς. Και ξέρεις κάτι; Ήταν απ’ τις πιο σωστές αποφάσεις μου.

Στο πατρικό μας σπίτι όλοι νιώθουμε μια απίστευτη ασφάλεια, μια θαλπωρή, ακόμη και μια νοσταλγία, κάπως σαν συγκίνηση. Νιώθουμε προστατευμένοι, κοντά με ανθρώπους που αγαπάμε. Μας προσφέρει εκείνη την αίσθηση πως έχουμε κάπου ν’ ακουμπήσουμε. Μα όταν περνούν τα χρόνια, κι όταν τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας μεγαλώνουν, κι όταν δε φτάνει πια ένα χάδι, κι όταν είναι βασανιστικό ακόμη και ν’ απαντάμε στην ερώτηση «Πώς πήγε σήμερα η δουλειά;», τότε είναι καιρός για ένα μεγάλο βήμα.

Και, σοβαρά τώρα, δε σημαίνει πως λύνονται τα προβλήματα αν βρεις ένα σπίτι δικό σου κι αν μπεις στο νοίκι. Μα μόνος σου, κάπως που δεν ξέρω και πώς να στο εξηγήσω, γίνεσαι λιγάκι πιο εσύ, λιγάκι πιο ετοιμοπόλεμος, λιγάκι πιο ανεξάρτητος κι αρχίζεις έτσι να βλέπεις τη ζωή με άλλα μάτια, από μια άλλη οπτική γωνία, αυτήν, ας πούμε, της βεράντας σου που βλέπει την ανατολή.

Μα ένα απ’ τα πιο όμορφα συναισθήματα του να φύγεις απ’ το πατρικό σου, είναι πως φτιάχνεις τη σχέση σου με τους δικούς σου. Εκεί που ήταν όλη μέρα πάνω απ’ το κεφάλι σου –χωρίς να σου κάνουν και τίποτα οι άνθρωποι–, εκεί που εκνευριζόσουν με τις απανωτές τους ερωτήσεις, κι εκεί που δεν ήθελες να φας πάλι σπιτικό φαγητό, τώρα ξαφνικά τους παίρνεις όλο και συχνότερα στο τηλέφωνο, τώρα λαχταράς ένα πιάτο παστίτσιο, γιατί κάπως τα σιχάθηκες τα σουβλάκια, και σου ‘λειψε κάποιος να νοιάζεται να μάθει τι ώρα γύρισες!

Κι εκεί που έφυγες για να ξεφύγεις, πιάνεις τον εαυτό σου να θέλει να περάσει μια βόλτα απ’ το πατρικό. Να πιεις εκεί το καφεδάκι της Κυριακής, στο μπαλκόνι με τυρόπιτα απ’ τον φούρνο δίπλα, και ν’ ακούσεις τα κουτσομπολιά της οικογένειας ολόκληρης. Γιατί εκεί νιώθεις πως μπορείς ν’ αφήσεις για λίγο πίσω σου τα προβλήματα τα δικά σου ή ακόμη και να τα συζητήσεις σε μια ατμόσφαιρα πιο χαλαρή. Γιατί τώρα νιώθεις πως το πατρικό σου σπίτι είναι ένα τόπος που μπορείς να χαλαρώσεις κι έχεις την επιλογή αν θα κουβαλήσεις μαζί σου τα ζόρια σου. Κι εκεί που τσακωνόσουν κάθε τρεις και λίγο, τώρα καταλαβαίνεις αμέσως πότε πρόκειται να έρθει ο καβγάς και τον αποφεύγεις.

Κι έτσι τώρα το πατρικό σου σπίτι είναι κάτι σαν καταφύγιο για ‘σένα, είναι το ησυχαστήριό σου κι οι δικοί σου είναι οι άνθρωποι που ακόμα κι αν κάποιες στιγμές δεν τους αντέχεις θα σου λείψουν κι εσύ ο ίδιος θα θελήσεις να πας να τους δεις, να σου δώσουν θάρρος και δύναμη μέχρι την επόμενη φορά. Κι έτσι η σχέση σας πια θα μπει σε μια διαφορετική τροχιά, αυτής της καθοδήγησης και της πραγματικής ανεξαρτησίας σου, ξεφεύγοντας από τα όρια του ελέγχου, της υπερπροστατευτικότητας ή της καταπίεσης.

Είναι όμορφο να ζεις στο πατρικό σου, μα είναι ακόμη ομορφότερο να ‘χεις τον δικό σου χώρο και να διαλέγεις να επισκέπτεσαι τους δικούς σου για να δώσεις και να πάρεις μια τζούρα αγάπης. Τόση ώστε να φτάσει και τους δυο σας μέχρι την επόμενη φορά. Τόση ώστε να απαλύνει τα προβλήματα. Τόση όση χρειάζεσαι για να νιώσεις πως βρίσκεσαι, επιτέλους, σπίτι!

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη