Κάθεσαι στο καναπέ.

Τον διθέσιο. Στον τριθέσιο κάθονται εκείνοι.

Στο κενό μεταξύ τους κάθεται το φάντασμα. Ο αόρατος εχθρός των τελευταίων χρόνων.

Αυτό το φάντασμα που ξέρεις ότι υπάρχει. Τρώει στο τραπέζι σου, κοιμάται στο κρεβάτι σου, κλέβει τη σαπουνάδα σου για το δικό του ξέπλυμα ντροπής.

Τρέμεις μήπως δεις τη σκιά του και σου κλέψει την ανάσα. Και μείνεις μετέωρος στα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν. Αυτά που μοιάζουν παγόβουνα χωμένα τριακόσια μέτρα μέσα στον ωκεανό της σιωπής.

Και ας είναι αυτή η πιο δυνατή κραυγή σου.

Εκείνοι κοιτάν στο πάτωμα. Ή στον απέναντι τοίχο. Όχι ότι αυτό θέλουν. Αλλά να, είναι αυτό το πρώτο συναπάντημα στα μάτια, αυτό που πριν από σαράντα χρόνια τους είχε ενώσει, αυτό που τόσο ζωντανό ακόμα ζητάει ανταμοιβή.

Εσύ στον διθέσιο καναπέ κάνεις το κενό δίπλα σου φύλακα άγγελο. Και ξεκινάς. Πρώτη.

Γιατί εκείνοι δεν μπορούν. Το ξέρεις ότι δεν μπορούν. Γιατί εκείνοι τρέμουν από αγάπη, από αυτήν που ακόμα είναι εκεί, ζωντανή όσο ποτέ.  Τη δική τους αγάπη.  Αυτή που τους ανήκει.

Από αυτή που φοβάται κάθε στιγμή μην μείνει μόνη στο τριθέσιο καναπέ.

Αυτή που και σαράντα χρόνια λιποψυχεί, που βράχνιασε η φωνή της και θέλει λίγο γάργαρο νερό να βρεί πάλι την ηχώ της.

Εσύ πλέον βαθιά στην τρίτη δεκαετία του βίου σου.

Εκείνοι στην έκτη.

Όσα «συγκεντρώσου» και αν πεις θα γελαστείς. Ή μάλλον αυτά θα σε γελάσουν.

Άστο στη ροή. Η ροή είναι και αλήθεια, έτσι δε λένε; Αυτή δε σε προδίδει. Και το ξέρεις, γιατί το φοβάσαι;

Όσα βλέμματα και αν περιπλανηθούν γύρω από τον τριθέσιο καναπέ, ξέρουν ότι ο στόχος είναι αλλού.

Στο σαλόνι καθρέπτες. Από αυτούς που μεγαλώνουν το χώρο με μια διάταξη, που μπορείς να δείς όλα τα σημεία του κορμιού σου που δεν καταφέρνεις να δεις κοιτώντας μόνο μπροστά.

Από αυτούς που πολλαπλασιάζουν, τα πρόσωπα, τα μάτια. Τις λέξεις. Τις καταπίνουν, τις καταβροχθίζουν και τις κλειδαμπαρώνουν για να αστράφτει και άλλο η αντανάκλαση.

Ξεκινάς.

Εκείνοι μεταφέρουν το βλέμμα μετά από τριάντα δευτερόλεπτα.

Τους λες για όλα αυτά που τρέμουνε να πούνε. Για τη ζωή τους, για τη θυσία, για όλα αυτά τα δώρα, που μάλλον δεν θα καταφέρεις να ξεπληρώσεις ποτέ. Όχι ότι θα στο ζητήσουν ποτέ. Αλλά γιατί εσύ τους το χρωστάς.

Τους υπενθυμίζεις όλα αυτά που κρύβονται στο ξέφωτο της σιωπής τους.  Αυτό με το οποίο ξεκίνησαν το ”μαζί”. Την αφετηρία. Τον άντρα και τη γυναίκα. Τον άνθρωπο που αγάπησε τον άλλον άνθρωπο, απλά, όμορφα και με τις προσδοκίες να καραδοκούν χωρίς εναπόθεση ρόλων.

Την ονειροπαγίδα που ξόρκιζε το κακό. 

Εκείνοι έχουν τα χέρια σταυρωμένα.

Στα τρία λεπτά τα χέρια αποκτούν και πάλι το πραγματικό τους μέγεθος.

Απλώνονται.

Πρώτα στο μεταξύ τους κενό.

Λες   «Τι και αν υπάρχουν φαντάσματα; Eίναι αυτό δικό σας γέννημα, αγκαλιάστε το και μετά αφήστε το ελεύθερο».

Γιατί είναι πολλοί οι καθρέπτες και το κρατάν ακόμα εκεί. 

Εκείνοι μιλάνε για τη ζωή. Τη δική τους. Αυτή των παιδικών τους χρόνων. Αυτή που μοιράστηκαν από το πρώτο βλέμμα που δεν ήταν στο πάτωμα, αλλά βαθιά πίσω, πέρα, στην προέκταση του ματιού.

Αυτή που χώρεσαν μαζί με τη δική τους και τη δική μας ζωή.

Συνεχίζουν. Για τα πρώτα σ’ αγαπώ τους, για τις πρώτες λαβωματιές που θα πονάνε κάθε που κάνει κρύο, αλλά θα τις ζεσταίνει αυτό που εσύ ακόμα δεν έχεις μάθει.

Και εύχεσαι στο άκουσμα τους να καταφέρεις να το ζήσεις.

Εκείνος κάθε χρόνο της φέρνει λουλούδια το Φλεβάρη και ας μην πέφτει ποτέ στη μέρα των ερωτευμένων. Γιατί Φλεβάρης είναι κάθε μέρα.

Ροή.

Εκείνος γίνεται παιδί, βλέπεις το δάκρυ που είναι έτοιμο να ξεκινήσει το ταξίδι πάνω στο μάγουλό του και νιώθεις αμήχανα.

Γιατί αυτό το μάγουλο είναι δικό του, όπως και το δάκρυ. Είναι γι’ αυτόν. Για εκείνη.

Ζητάς βοήθεια από το φύλακα  άγγελό σου.

Τους πλησιάζεις. Κάθεσαι εκεί που κοιτάν. Στο πάτωμα.

Εκείνη συναντά το βλέμμα του. Το κενό/φάντασμα αρχίζει να γλιστράει από τους καθρέπτες.

Και εκείνος γλιστράει στην αγκαλιά της. Ενήλικας, παιδί. Ένα.

Ένα μακρόσυρτο σ’ αγαπώ με την αλμύρα να το εξαγνίζει.

Εκείνος μέσα στο κόκκινο, την αλμύρα, το χάδι, αυτό το νεόπλαστο και ας ξέρει την αίσθησή του σαράντα χρόνια, δηλώνει ακόμα ερωτευμένος.

Μπορεί και να το φώναξε, αλλά μέσα μου όλα είχαν πάρει πια διαστάσεις υπερφυσικές.

«Είμαι τόσο ερωτευμένος, όπως τότε που είδα πρώτη φορά το 1975. Έτσι σε βλέπω ακόμα»

«Το 1974 ήτανε», λέει εκείνη και τα δάκρυα με τα χαμόγελα πια τέμνονται σε έναν άξονα που νοιώθεις ότι σε ενώνει με κάτι ανεξήγητο.

«Σ’ αγαπώ κορίτσι μου!»

Χα! Και νόμιζα ότι ήξερα τι σημαίνει να έχεις συγκλονιστεί.

Είναι ότι πιο όμορφο έχεις δει ποτέ. Αυτό που δε θέλεις να τελειώσει, που θα σε κάνει χαμογελάς κάθε φορά που θα μπαίνεις στο αεροπλάνο για την επιστροφή.

Το κορίτσι είναι η μητέρα σου. Το κορίτσι που υπήρξε. Το κορίτσι που υπάρχει ακόμα εδώ μπροστά σου.

Το αγόρι με την αλμύρα είναι ο πατέρας σου. Το αγόρι που φωνάζει δυνατά σ ‘αγαπώ στο κορίτσι.

Ο τριθέσιος καναπές γίνεται μονοθέσιος.

Ο διθέσιος δεν υπάρχει πια. Δεν είναι από ύλη, κάπου αιωρείται και μαζί του και εσύ.

Στέκεσαι και τους κοιτάς και νοιώθεις ότι έχεις ψηλώσει τόσο που φοβάσαι μη χτυπήσεις στο ταβάνι.

Αυτοί εκεί, δεμένοι. Χωρίς εχθρούς. Χωρίς φαντάσματα μα μόνο ένα χρώμα.

Δε ξέρω ποιο, δε ξέρω αν θα μάθω ποτέ.

Αν θα μάθω να αγαπώ σαράντα χρόνια και να το φωνάζω.

Να ερωτευτώ και να μην ξεχαστώ.

Να γίνω αδύναμη μπροστά σε αυτούς που πάντα έδειχνα δυνατή.

Να κλάψω χωρίς φόβο. Να κλάψω σα παιδί.

Στην απογείωση κοίταξα χαμηλά.

Νομίζω είδα κάπου εκεί κάτω ένα φως.

Δεν ήταν οι καθρέφτες.

Ήταν αυτό το χρώμα.

Αυτό το μείζων δε τούτων η αγάπη.

Αυτό το ευλογημένο.

Συντάκτης: Ξένια Μπολομύτη