Έχεις φύγει κάποιες μέρες απ’ την πόλη σου, να ξεφύγεις, να αλλάξεις παραστάσεις, να ξεχαστείς από όλα εκείνα που σε προβληματίζουν. Κι εκεί που όλα βαίνουν καλώς, που έχεις βάλει το κεφάλι σου σε μια τάξη και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σου χαλάσει τη διάθεση, τσουπ να σου αυτή η καταραμένη η σκέψη που σου τριβελίζει πάλι το μυαλό. Και βρίσκεσαι στο δίλημμα να την αφήσεις εκεί, να σκέφτεσαι και να ξανασκέφτεσαι και να αναλύεις με τις ώρες κάτι που ουσιαστικά δεν υπάρχει ή να πεις ένα «Άσ’ το να πάει στο διάολο» και να προχωρήσεις με τη ζωή σου.

Αλήθεια, πόσο εύκολο σου είναι να μην αναλώνεσαι σε πεθαμένες καταστάσεις; Πόσο εύκολα βάζεις φρένα στον εαυτό σου και δεν του επιτρέπεις να σπαταλάει σκέψη κι ίσως και συναίσθημα εκεί που το μόνο που αξίζει είναι αυτό το «Άσ’ το να πάει στο διάολο»; Κι ακόμη, πόσο δύσκολο σου είναι να προχωράς χωρίς να σκέφτεσαι παρελθοντικούς χρόνους κι ανθρώπους;

Τα προβλήματά μας παίρνουν την αξία που τους δίνουμε. Εμείς τα ελέγχουμε, εμείς τα τροποποιούμε. Δεν έχουν δική τους ζωή, δεν μπορούν να προσδιορίσουν μόνα τους τις διαστάσεις τους. Εμείς είμαστε αυτοί που υπακούν. Δυστυχώς όμως, τις περισσότερες φορές –αν όχι όλες– παρασυρόμαστε τόσο πολύ από ‘κείνα, που νομίζουμε ότι μόνοι μας αντιστρέφουμε τους ρόλους.

Κανένα καθημερινό πρόβλημα δεν έχει τη δικαιοδοσία να σου στερήσει το γέλιο σου. Κανένα καθημερινό πρόβλημα δεν ασκεί την παραμικρή εξουσία πάνω σου. Η μόνη εξουσία που του αναλογεί είναι εκείνη που του δίνεις εσύ. Εκείνη που προϋποθέτει να είσαι αρκετά δυνατός για να υποστείς τα φαντάσματα που θα δημιουργήσεις.

Που δε θα είναι λίγα, πίστεψέ με. Που θα είναι ίσως περισσότερα απ’ αυτά που μπορείς να αντέξεις. Αλλά που θα πρέπει να αποφασίσεις αν θα τα κρύψεις πίσω από ένα ψεύτικο χαμόγελο, μέχρι εκείνο να γίνει η καμπύλη που θα φτάσει στα μάτια σου, ή αν θα τα βάλεις πάνω από ‘σένα και θα τους επιτρέψεις να κάνουν άνω-κάτω τη ζωή σου.

Γιατί έτσι κάνουν αυτά. Έρχονται τις στιγμές που είσαι στα πιο ευάλωτά σου και δηλώνουν την παρουσία που τόσο καιρό ονόμαζες απουσία. Το θέμα όμως είναι, ότι όσο κι αν επηρεάζεσαι απ’ τις ίδιες σου τις σκέψεις, απ’ τα ίδια σου φαντάσματα, πρέπει να ξυπνήσεις, μάτια μου. Να τους ανοίξεις την πόρτα για να φύγουν και να σου αδειάσουν το χώρο. Εκείνον το χώρο που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον παρά σε σένα.

Τα πάντα είναι θέμα οπτικής. Αν ικανοποιείσαι με το να μειώνεις τον εαυτό σου, σκεπτόμενος όλα εκείνα που σε μιζεριάζουν, τότε με γεια σου με χαρά σου οι δημιουργίες σου. Για πόσο ακόμη θα επιλέγεις να κρατάς πίσω στιγμές κι ανθρώπους που σου χαρίζουν το χαμόγελο που σου στερούν τα φαντάσματά σου; Για πόσο ακόμη θα κλαις τη μοίρα σου γι’ αυτά που λείπουν χωρίς να δίνεις την παραμικρή σημασία σ’ αυτά που είναι εκεί; Σ’ αυτά που ήταν πάντα εκεί;

Ξύπνα κι άκουσέ με. Ό,τι δεν υπάρχει στη ζωή σου, δεν υπάρχει εκεί για κάποιο λόγο. Δεν είναι επιστήμη, είναι απλή λογική. Ό,τι ανήκει στο παρελθόν, καλά κάνει κι ανήκει εκεί. Αν όντως άξιζε να υπάρχει σε παρόν και μέλλον, θα πάλευε με νύχια και με δόντια να μείνει. Δε θα άφηνε αμφιβολίες, δε θα επέτρεπε πισωγυρίσματα. Θα επέμενε, θα νοιαζόταν και θα τα κατάφερνε. Θα ήταν αυτό που είχε υποσχεθεί. Παρόν παντού και πάντα. Αλλά να που τελικά έμεινε στο «θα». Και δεν ξέρει κι εκείνο αν θέλει να ξεχαστεί ή όχι.

Εσύ όμως ξέρεις. Ξέρεις ότι θες το καλύτερο για ‘σένα. Να χαμογελάς αληθινά, να μη σου επιτρέπεις τη μιζεριά και την κλάψα για κάτι που δικαιωματικά δε σου ανήκει. Να ‘σαι ευτυχισμένος. Και να φτάσεις στο σημείο να εύχεσαι το ίδιο και για ό,τι πέρασε απ’ τη ζωή σου, αλλά δεν είχε την πρόθεση να μείνει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαριάννας Συμεωνίδη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαριάννα Συμεωνίδη