Η συνήθης λογική έχει ως εξής. Τρώω γιατί πεινάω. Υπάρχει όμως και μία άλλη λογική. Σε μία κλίμακα και σε κάποιο ποσοστό σεβαστό. Τρώω γιατί πονάω. «Τρώω» συναισθήματα, ταΐζω κενά, χορταίνω ελλείψεις. Μα μπορεί να συμβαίνει αυτό; Βέβαια μπορεί και θα το δεις σε ψυχισμούς πολλών ανθρώπων.

Η βιολογική πείνα έρχεται σε δεύτερη μοίρα, ενώ η συναισθηματική αποκτά την πρωτοκαθεδρία. Η βιολογική πείνα έρχεται σε αραιά χρονικά διαστήματα και συνδέεται με μια χαλαρή κατάσταση του οργανισμού, υπό τη μορφή καθημερινής ρουτίνας. Επιπλέον, δε συνδέεται με επιλεκτικότητα κι εμμονικές σκέψεις γύρω από ορισμένες κατηγορίες φαγητών ή συστατικών (υπερβολική  λήψη ζάχαρης ή λιπαρών).

Η συναισθηματική πείνα εμφανίζεται παρορμητικά και πάντα έπειτα από μια αρνητικά ψυχολογικά φορτισμένη κατάσταση. Χαρακτηριστικό αυτής αποτελεί το γεγονός ότι παραμένει ανικανοποίητη και έπειτα από οποιαδήποτε λήψη τροφής, γι’ αυτό άλλωστε συνδέεται και με επεισόδια υπερφαγίας. Τα επεισόδια αυτά αφήνουν επιπρόσθετα ψυχολογικά βάρη, όπως ενοχές και θλίψη.

Οι περιπτώσεις όπου το φαγητό αποτελεί πηγή ανακούφισης από στρεσογόνες καταστάσεις είναι άπειρες. Είναι η γνωστή ατάκα «όταν στεναχωριέμαι τρώω». Ωστόσο πολλές φορές η καταφυγή στο φαγητό δεν έχει για κάποιους τη βαριά μορφή συναισθηματικής υπερφαγίας στην οποία τώρα αναφερόμαστε.

Πώς μπαίνει κανείς σε μια τέτοια διαδικασία; Η αδυναμία να διαχειριστεί κάποιος  αρνητικά συναισθήματα τον οδηγεί στο να καταφύγει στο φαγητό με κάποια μορφή εθιστικής τάσης. Αυτός, άλλωστε, δεν είναι ο λόγος ύπαρξης οποιουδήποτε εθισμού; Η αδυναμία του να ανταπεξέλθει κάποιος σε μια ιδιαίτερα δύσκολη πραγματικότητα νηφάλιος. Μόνος. Χωρίς «υποστηρικτικά» μέσα. Η ανάγκη καταφυγής.

Ορισμένοι καταφεύγουν στο αλκοόλ, άλλοι σε ναρκωτικές ουσίες. Άλλοι άνθρωποι, όμως, χρησιμοποιούν το φαγητό ως το εθιστικό μέσο. Δε στοιχίζει όσο τα υπόλοιπα κι εύκολα μπορεί να καμουφλαριστεί μέσα στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον. Δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο ως εθιστικό μέσο και η χρήση του εισβάλλει στη ζωή του αδύναμου ατόμου με ύπουλο τρόπο.  Οι συνέπειες και οι παρενέργειές του δεν είναι άμεσα ορατές. Πάραυτα το ψυχικό χάος το οποίο οδηγεί σε όλο αυτό εντείνεται, όπως με οποιαδήποτε άλλη μορφή εθισμού και δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο.

Τι είναι η συναισθηματική υπερφαγία και πώς την αναγνωρίζουμε; «Τρώω» συναισθήματα σημαίνει φτιάχνω μια ψυχαναγκαστική σχέση με το φαγητό. Χρησιμοποιώ το φαγητό για να βρω έναν περισπασμό απ’ ό,τι με πονάει. Ψάχνω στο φαγητό να βρω ανακούφιση. Χαρά. Μούδιασμα κάποιες δύσκολες ώρες. Κατάθλιψη, αίσθημα ανασφάλειας, αυτοκαταστροφικές τάσεις,  έλλειψη αυτοπεποίθησης ή κάποια απώλεια του παρελθόντος ή του παρόντος οδηγούν τη μετατροπή της σχέσης με το φαγητό σε ψυχαναγκασμό.

Συνήθως η συναισθηματική υπερφαγία εμπλέκεται με κατάθλιψη. Επομένως η όποια αντιμετώπισή της έχει να κάνει με την αντιμετώπιση οποιασδήποτε καταθλιπτικής κατάστασης. Εντοπισμό της πηγής του προβλήματος και καθημερινή προσωπική δουλειά, είτε μόνος του κανείς, είτε με τη βοήθεια ειδικού.

Ειδικά για τα επεισόδια υπερφαγίας και της κάλυψης συναισθηματικής πείνας αποτελεί πρώτο στάδιο ο εντοπισμός και η συνειδητοποίηση του συσχετισμού κακής ψυχολογίας με το φαγητό. Παρατηρώ κι εντοπίζω το πότε τρώω ψυχαναγκαστικά και το τι νιώθω τις συγκεκριμένες φορές. Προσπαθώ σε κάθε άλλη, παρόμοια φορά που θα νιώσω έτσι και θα αρχίσω να ψάχνω το φαγητό ως λύση να δοκιμάσω κάτι άλλο ως μέσο εκτόνωσης. Μία βόλτα, ένα τηλεφώνημα σε έναν καλό φίλο, διάλογο με την πηγή του προβλήματος εάν είναι εφικτό.

Τρώω όταν πεινάω, δεν τρώω όταν πονάω. Δαμάζω την παρόρμηση που με οδηγεί σε οποιαδήποτε αυτοκαταστροφική κίνηση. Όσο είναι δυνατόν. Όχι όλες τις φορές, όσες μπορούμε. Κι αυτές θα αυξηθούν.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα