Ειλικρίνεια. Αυτό ζητάω από τον εαυτό μου. Λέξεις που να βγάζουν νόημα, που επιτέλους να μπορούν να μου εξηγήσουν. Εύκολο, λες. Αν ήταν εύκολο, θα ήμασταν όλοι πάντα ακραία και ωμά ειλικρινείς.

Εσύ, άραγε, πόσες αλήθειες έχεις πει στον εαυτό σου σήμερα;

Να μία. Δεν την παλεύω με μένα. Δε μου αρέσει η ζωή μου. Κοιμάμαι και αγχώνομαι, το καταλαβαίνεις; Κοιμάμαι και φοβάμαι ότι κάτι έχω ξεχάσει, ότι πάλι κάτι έμεινε μισό. Κοιμάμαι και φοβάμαι πώς θα είναι η επόμενη μέρα.

Και το σώμα μου το ξέρει αυτό. Ημικρανίες, εμετοί, εξανθήματα, πόνοι λες και σε σφάζουνε. Σαν να ‘παθα αλλεργία στο ίδιο μου το σώμα. Πονάνε τα κόκαλά μου, τρέμουν τα χέρια μου όταν σηκώνονται ψηλά. Γι’ αυτό τα κρατάω κάτω, κολλημένα στα πλευρά μου. Νομίζω πια υπάρχει το αποτύπωμά τους, γιατί ξέχασα να τα κουνάω, να τα εκτείνω για να πιάσω την πόρτα να την ανοίξω κι αν χρειαστεί να τη σπάσω για να βγω.

Και πού να πάω; Πάλι εδώ θα γυρίσω, σαν το βρεγμένο σκύλο που κουρνιάζει στη γωνιά του φοβισμένος. Ξέρεις, εγώ, περί έρωτος μιλώντας, περιορίζομαι. Δεν ξέρω αν το έχω επιλέξει, δεν ξέρω πια και πολλά πράγματα, φαίνομαι χαζή, αφελής. Φτάνω στα δυο βήματα και σταματάω.

Ξέρεις, εγώ, δεν ξέρω πια τι σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος. Έχω τόσο θυμό, για σένα, για μένα, για τις ζωές μας και τα πάρα πολλά λάθη μας, για τα όνειρά μου τα γαμημένα που όσο μεγαλώνω, τα ακούω στο κήρυγμα των γονιών μου. Να πατάς στη γη, να μην είσαι φαντασμένη. Δες με τώρα μπαμπά, που έχω βουλιάξει μέσα. Θάφτηκα. Δεν ανασαίνω.

Κι αυτός με κοιτάει να πνίγομαι. Μ’αγαπάει, έτσι νομίζω δηλαδή, μα δεν ξέρει πώς να είναι μαζί μου. Εδώ δεν ξέρω εγώ. Να, πώς να στο πω, αν με γνώριζα, δε θα με ερωτευόμουν. Θα με λυπόμουν, ίσως, που έφτασα ως εδώ και ένα προς ένα, ό,τι κατέκτησα, άρχισα να το παραδίδω. Μέχρι που πια δεν έμειναν και πολλά, ένα μάτσο από σάρκες και κόκαλα, λίπος, υγρά και κενό. Θεέ μου, πόσο κενό.

Ξέρεις, εγώ, πεθαίνω μέσα μου. Υπάρχει και η λογική, να ‘ναι καλά κι αυτή, με κρατάει στα πόδια μου, να λύσω ακόμα μια άσκηση, να βγει ακόμα μια κουβέντα από τα χείλη μου. Άχρηστη. Κι εγώ αναρωτιέμαι, πώς ήμουν κάποτε που είχα πάθος, γιατί πια νομίζω ότι έγινε σε μια άλλη ζωή, με κάποια άλλη ψυχή που είχε δυο χέρια που χόρευαν συνέχεια. Τα δικά μου εκεί, κολλημένα, σκάβουν τα πλαϊνά μου, μεγαλώνουν την απόσταση από όποιον προσπαθεί να σταθεί δίπλα μου.

Ειλικρίνεια. Είμαι μόνη μου, χωρίς να είμαι. Σαν να τρέχω με όλη μου τη δύναμη, μα πάλι η κίνησή μου είναι πολύ αργή για να συναντήσω κάποιον. Θέλω να μ’αγαπήσω, μα φοβάμαι πως δεν ξέρω πια τον τρόπο. Οπότε σωπαίνω. Μέχρι απόψε, απόψε είπα, μίλα. Έδωσα εντολή και κουνήθηκαν τα δάχτυλα, έγραψαν δυο λέξεις, μα ήταν οι σωστές. Ξαναπάγωσαν.

Ξέρεις, εγώ δε θέλω πια να είμαι έτσι. Θέλω, αν με γνώριζα, να μ’αγαπούσα, για να ‘χει και αξία η αγάπη αυτών που επέλεξαν να το κάνουν. Μα είμαι σχεδόν σίγουρη ότι δεν πρόκειται. Γι ‘αυτό, περί έρωτος μιλώντας, γάμα το. Καληνύχτα.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου