Γράφει ο Άρης.

 

Πες το μοίρα, πες το κάρμα, πες το όπως θες. Κι μιας και μίλησα για μοίρα, θυμήθηκα εκείνη που μου έλεγες ότι ήταν γραφτό. Γραφτό να είμαστε μαζί. Μετά από αυτό σε έχασα. Έφυγα εγώ για άλλον προορισμό κι εσύ αντί ν’ ακολουθήσεις το δικό μας, επέλεξες ν’ ακολουθήσεις έναν προορισμό μόνη σου, παρέα με ξένα χέρια.

Αλήθεια, τις υποσχέσεις σου τις θυμάσαι; Ντρέπομαι να στις θυμίσω, όχι για μένα αλλά για σένα. Για να μη σε κάνω να νιώσεις άσχημα και πίστεψέ με, μικρή μου, δεν το θέλω. Ωραίο το κάρμα, σου δίνει μία, όπως του έδωσες κι εσύ. Σε ταρακουνάει και σε ξυπνάει απ’ το σύντομο υπνάκο που είχες πάρει. Εμένα με έχει αφήσει να κοιμάμαι ήσυχο, ίσως να μην τα έχει βάλει ακόμη μαζί μου. Ίσως προσπαθεί να τα βάλει πρώτα με τους αδύναμους και μετά με τους δυνατούς. Γιατί ναι, κάποτε πίστευα σε σένα και το ποσό δυνατή ήσουν, μα μάτια μου και οι δυνατοί λυγίζουν, το ξέχασες;

Εγώ έμεινα εδώ, να είμαι βράχος, πέτρα που να μην μπορείς να την σπάσεις, πλέον κι εμένα με έσπασες. Εγωισμός είναι η λέξη που γυρνάει στις σκέψεις σου, αλλά και η φωνή που ακολουθά διαρκώς το μυαλό σου. Ό,τι σου πει εκείνος το κανείς. Δε μας έφθασε ο τρίτος που έβαλες, τώρα θα βάλουμε και τέταρτο; Ξέρεις κάτι; Ή ο πρώτος θα είμαι όπως ήμουν ή σε μια σχέση όπως αυτή δε θέλω να ’μαι τίποτα.

Άσε με μόνο να φέρω στη μνήμη σου κάτι αξέχαστο για μένα, ένα αξέχαστο συναίσθημα. Θυμάσαι που έφθασα έξω απ’ το σχολείο σου πριν χρόνια ντυμένος φαντάρος, ντυμένος με ρούχα που σου έβγαζαν από μόνα τους συγκίνηση και κούραση; Κι ενώ όλοι οι άλλοι με κοιτούσαν σαν ένα, απλό στρατιωτάκι σε παιχνίδι μάχης, εσύ με έκανες να αισθάνομαι λοχαγός. Ένας λοχαγός έρωτας που ένιωθε περήφανος.

Θυμάμαι τα χιλιάδες νηφάλια μεθύσια που κάναμε μαζί έχοντας για αλκοόλ τα φιλιά και για ζαλάδα τον έρωτα -εκεί που χανόμουν όχι μόνο εγκεφαλικά, αλλά και σωματικά. Θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες που καθόσουν και θαύμαζες το κρεβάτι, γιατί είχε κάτι από μένα. Κάτι απ’ το άρωμά μου, κάτι απ’ τον ύπνο που έκανα το προηγούμενο βράδυ, κάτι που το έκανε να φαντάζει όμορφο. Κι ας ήταν απλώς τσαλακωμένα σεντόνια κι ένα μαζεμένο μαξιλάρι. Έλεγες ότι είχε κάτι δικό μου.

Κι εγώ πλέον έχω κάτι από εσένα. Ένα λευκό. Μια λευκή σημαία ανακωχής. Αλήθεια, πες μου, γιατί την ύψωσες; Για να είμαστε δυο φίλοι; Δυο γνωστοί άγνωστοι; Ή δυο άνθρωποι που ποτέ δεν ένιωσαν τίποτα; Σηκώνω από μακριά την κόκκινη σημαία, που εκτός από ένα πληγωμένο έδαφος δείχνει κι ένα παθιασμένο ερωτευμένο που γράφει για σένα.

Ήθελα να σου πω πως οι δρόμοι δύσκολα κλείνουν εκτός κι αν υπάρχουν έργα. Στο δικό μας δρόμο υπάρχει ολόκληρη γέφυρα που έχει σπάσει στα δύο, όμως να ξέρεις πως πάντα υπάρχει κι ένας εναλλακτικός δρόμος. Εκείνος που ακολούθησα εγώ και δεν τα βρήκα σκούρα. Ενώ εκείνος που ακολούθησες εσύ σε βγάζει σε αδιέξοδο, δεν το βλέπεις;

Δε βλέπεις τον εαυτό σου; Εκεί που είσαι φοβάσαι, πονάς. Τι περιμένεις; Τι κανείς εκεί;

Ακόμη κι εκεί που είσαι δε σου κράτησα κακία, ενώ θα έπρεπε. Μία σου και μία μου. Μόνο που η δική σου πόνεσε πιο πολύ.

Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου