Τα μεθύσια. Ξέρεις ποια. Αυτά που από μόνα τους είναι μια ιστορία. Αυτά που μπορείς να πεις «δικά μας». Γιατί είναι δικά μας. Αυτά που συμβαίνουν μια φορά και κάθε άλλη με καινούριο τρόπο, μα πάντα έχουν την ίδια συνταγή. Φτηνά ποτά, καλή μουσική, καναπές και πολύς έρωτας. Αυτά που κάναμε γιατί ήμασταν πολύ μικροί και πάνω στη μανία του έρωτα νιώθαμε πως χρειαζόμασταν μια ζάλη για να υπάρξουμε, ή πολύ μεγάλοι για να μας νοιάζει πια το πώς θα φανούμε. Πάντα όμως, ερωτευμένοι.

Θυμάμαι και θυμάσαι κι εσύ, να παίζει το ραδιόφωνο τραγούδια που οι στίχοι τους είχαν κόψη και μάλιστα αιχμηρή, να σφύζουν υπονοούμενα οι ματιές και να γεμίζουν τα ποτήρια άλλη μια δόση κάποιου κρασιού που δε θα παραγγέλναμε ποτέ κάπου έξω. Μα τότε, στα μεθύσια εκείνα, δεν ήταν απλώς επιλογή, ήταν ανάγκη. Είναι πάντα τόσος ο έρωτας, τόσο μεγάλο και βαθύ το αίσθημα που νιώθουμε οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, που μπορεί να πνίγεσαι από το ίδιο το συναίσθημά σου. Να έχεις τον άλλον απέναντί σου και να σου λείπει, να τον θέλεις, να νιώθεις πως αν δεν τον αγγίξεις θα πεθάνεις, μα να καπνίζεις βουβός ακούγοντας ένα τραγούδι που μιλάει για παλιά ποτά και φθηνά τσιγάρα. Κι εσύ το ξέρεις, όπως το ξέρω κι εγώ, πως όλα όσα θέλαμε να πούμε, τα λέγανε τότε τα τραγούδια και τα ποτήρια που γέμιζαν και ξαναγέμιζαν μέχρι να χαράξει.

Εκεί, σε έναν παλιό χαλασμένο καναπέ, που δε χωράει τρεις ούτε τέσσερις. Είναι για δύο, αυστηρά, σαν να το ‘λεγαν οι οδηγίες συναρμολόγησης από πάντα. Εκεί, που ερωτεύεσαι ολοκληρωτικά, που καίγεσαι και σ’αρέσει, που λιώνεις για λίγη αυτοκαταστροφή ακόμη. Εκεί, στον ίδιο καναπέ, που ήμασταν μαζί κι άλλοτε κλάψαμε κι άλλοτε γελάσαμε κι ούτε που ξέραμε γιατί. Εγώ για σένα, να φανταστείς, ποτέ δεν πήρα απάντηση, μα άρχισα να το απολαμβάνω όταν σταμάτησα να την ψάχνω.

Εκείνα τα μεθύσια. Στο σπίτι, χωρίς πρόγραμμα, που δεν είναι φιλικά και στ’αλήθεια δεν ξέρουν κι αυτά τα ίδια τι είναι. Που υπάρχει ένταση στη σιωπή μέχρι να παίξει το επόμενο τραγούδι, που ξεχνάς τα ρολόγια και τους γείτονες και συγκεντρώνεσαι σε ένα πρόσωπο, μια φωνή, ένα βλέμμα. Που πλησιάζεις όταν πια τα μάγουλά σου καίνε και δεν έχεις γεύση από τον καπνό και το ποτό. Που λίγο γελάς και λίγο θρηνείς μαζί, που δεν μπορεί ο έρωτας για μια φορά να είναι απλός κι όχι βίαιος, μα και γουστάρεις, που αφέθηκες και κατάφερες να πέσεις και να το ζήσεις.

Εκεί, σε έναν καναπέ, με σένα κι εμένα να αναλύουμε τον κόσμο, λίγο πριν το χέρι σου αναζητήσει το δικό μου. Ξέρεις πού. Πάντα ξέρεις. Κι ίσως, αν περάσουν τα χρόνια, να μην καταφέρουμε να τα θυμόμαστε όλα, να έχουν θολώσει, να χαλάσουν μέσα στα τόσα που έρχονται και φεύγουν. Μα την αίσθηση θα τη θυμάσαι και το ξέρεις. Θα θυμάσαι εσένα κι εμένα και το τραγούδι που έπαιξε όταν φιληθήκαμε. Θα θυμάσαι και πλέον, θα το ξέρουμε κι οι δυο, ότι τα καλύτερα μεθύσια, έγιναν για κάποιον έρωτα, όταν εκείνος ήταν μπροστά. Εκεί, λυτρώθηκες. Εκεί λυτρώθηκα κι εγώ. Στην υγειά μας.

 

Αφιερωμένο.


Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου