Εδώ είμαι, λοιπόν, να γράφω για σένα. Διόρθωση, για μας. Ποιο «εμάς», δηλαδή. Αυτό που ποτέ δεν είχες τα κότσια να κυνηγήσεις. Αυτό που με έκανες να πιστεύω, σαν παιδί στις υποσχέσεις των μεγάλων, σε κάθε σου «μη φοβάσαι, θα τα καταφέρουμε». Μεγάλο ψέμα. Άραγε το πίστεψες κι εσύ; Άσ’ το, αν το πίστευες θα ήσουν εδώ.

Το γνωρίζαμε απ’ την αρχή πως θα ήταν δύσκολο, εγώ η ίδια σου το είπα. Κι εσύ εκεί, αγύριστο κεφάλι, αποφασισμένος να μου ρίξεις τις άμυνες, αυτές τις τελευταίες που μου απέμειναν πριν πέσω. Κι έκανες σχέδια για όλα αυτά που έλεγες πως ήθελες να ζήσουμε κι εγώ σου έλεγα πως όταν κάνουμε σχέδια ο Θεός γελάει. Τώρα ποιος γελάει;

Ήμουν επιφυλακτική στην αρχή, βλέπεις. Δεν ήθελα να αφεθώ ούτε να πιστέψω πως όλα αυτά που έλεγες τα εννοούσες. Κι ήσουν κι εσύ μετά που μου έλεγες να το ζήσουμε, αφού είναι έρωτας κι ο έρωτας ποτέ δεν είναι εύκολος.

Κι είναι αλήθεια. Το έμαθα πλέον καλά. Φρόντισες εσύ γι’ αυτό όταν έφυγες με τόση ευκολία απ’ το παραμύθι που έφτιαξες. Αυτό που εσύ προσπάθησες τόσο πολύ να με κάνεις να πιστέψω. Γιατί δε μ’ άφηνες στην ησυχία μου;

Προσπάθησα να σε πείσω να πεις μια κουβέντα, με την ελπίδα ότι θα πάρω απάντηση. Μα κι η σιωπή, τελικά, τα λέει όλα. Αυτή η σιωπή που μας κάνει να βράζουμε μέσα μας, που κάνει πιο δυνατό θόρυβο απ’ όσο μπορεί να αντέξει ο οργανισμός μας.

Το συνήθισα πλέον. Να μην περιμένω απάντηση από σένα, το αποδέχτηκα. Έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου πως έχεις ξεχάσει ότι υπάρχω. Και ξέρεις, σχεδόν τα είχα καταφέρει, μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκες απ’ το πουθενά. Μετά από τρεις μήνες απόλυτης αδιαφορίας.

Σαν να μη συμβαίνει τίποτα ήρθες να μου ζητήσεις συγγνώμη. Με πλήγωσες, είπες, δε μου άξιζε αυτή η συμπεριφορά. Δε λες κάτι νέο. Μου είπες πως θέλεις να μιλάμε και σε ρώτησα ως τι. Δεν ήθελες να είμαστε φίλοι ούτε κι εχθροί. Μήπως εσύ ήξερες τι ήθελες;

Σου είπα πως δε θα μείνω να γίνω η καβάντζα σου. Γιατί σου φαίνεται παράξενο; Δεν έπρεπε να ξανάρθεις. Δεν έπρεπε να σε δεχτώ. Εγώ φταίω, δε φταις εσύ. Εγώ που σε κάθε σου λάθος, με κάθε ευκαιρία, σε δικαιολογούσα. Ήσουν εγωιστής απ’ την αρχή μέχρι το τέλος κι εγώ ήμουν η τυφλή που δεν το έβλεπε.

Άλλο ένα ράγισμα. Αυτό ξέρεις να κάνεις. Μα τράβηξε πολύ. Βγες απ’ το μυαλό μου. Κουράστηκα. Δε θέλω να ξέρω πού είσαι και με ποια -κι ας ήθελες να μου το τρίψεις στη μούρη. Και τόλμησες να μου πεις πως δε σταμάτησες να νιώθεις. Τολμάς να μιλάς για έρωτες και για όνειρα, να λες πως δεν ξέχασες. Τι θράσος.

Αρκετά. Από λόγια μεγάλα χόρτασα. Αυτά με έφεραν εδώ σήμερα να σκέφτομαι απωθημένα κι έρωτες ανεκπλήρωτους. Γι’ αυτό μείνε μακριά, δεν ξέρω αν θα μπορώ να με ελέγξω. Όχι, δε θα βρίσω, πέρασε ο θυμός. Αλήθειες μόνο θα πω κι είναι αυτές που πονάνε.

Μην ξανάρθεις γιατί δεν ξέρω καν αν θα μπορέσω να σε διώξω. Γιατί τα συναισθήματά μου δεν μπορώ να τα κατευνάσω ούτε να τα αγνοήσω. Ξέρεις τι θα βοηθούσε; Αν μπορούσα να σε μισήσω ή ακόμα καλύτερα να μην ξέρω ότι υπάρχεις.

 

Συντάκτης: Ειρήνη Μπάμπλιου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη